ΠΕΝΗΝΤΑ και πλέον χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το Thick as a Brick των Jethro Tull παραμένει ένα παράδοξο έργο: μια σάτιρα που κατέληξε να γίνει σύμβολο του ίδιου του πράγματος που σατίριζε. Ένα μουσικό ανέκδοτο που κανείς δεν κατάλαβε ότι ήταν αστείο ή ίσως όλοι το κατάλαβαν, αλλά προτίμησαν να γελάσουν σοβαρά...
Μερικές φορές, μόνο όποιος αρνείται
να πάρει τα πάντα στα σοβαρά μπορεί
να φτιάξει κάτι πραγματικά σοβαρό...
Το 1972, ο Ian Anderson, με τη συμπεριφορά ενός εκκεντρικού τροβαδούρου που φαίνεται να ξέφυγε από κάποιο μεσαιωνικό πανηγύρι για να κατακτήσει τη ροκ σκηνή, αποφάσισε να γράψει το πιο παρωδιακό concept album που έγινε ποτέ. Την εποχή εκείνη, η progressive rock βρισκόταν στο αποκορύφωμά της: Yes, Genesis, Emerson, Lake & Palmer και τόσοι άλλοι έχτιζαν επικά μουσικά οικοδομήματα που συναγωνίζονταν τις συμφωνίες του Μάλερ σε μεγαλοπρέπεια. Ο Anderson, όμως, διέκρινε κάτι σχεδόν κωμικό σε όλη αυτή την υπερβολή, μια τάση που άρχιζε να καταπίνει το ίδιο το πάθος για δημιουργία.
Έτσι, αποφάσισε να τους ξεπεράσει όλους· όχι με ακόμη περισσότερη σοβαρότητα, αλλά με περισσότερη ειρωνεία. Το αποτέλεσμα ήταν το Thick as a Brick: ένα έργο που παρίστανε το μεγαλεπήβολο concept album, αλλά αποδείχτηκε τελικά ένα αληθινό αριστούργημα σύνθεσης.
Το άλμπουμ συνοδευόταν από ένα εξώφυλλο-παρωδία: μια ολόκληρη φανταστική εφημερίδα, The St. Cleve Chronicle & Linwell Advertiser. Μέσα της, ένα δεκαεξασέλιδο γεμάτο άρθρα, ψεύτικες ειδήσεις, γελοιογραφίες και τη φανταστική ιστορία του οκτάχρονου Gerald Bostock, ενός αγοριού που γράφει ένα ποίημα τόσο ακατάλληλο ώστε του αφαιρείται το βραβείο ποίησης. Οι στίχοι του παιδιού — υποτίθεται — είναι το ίδιο το άλμπουμ.
Με αυτή την κίνηση, ο Anderson έστησε διπλή σάτιρα: όχι μόνο απέναντι στα «σοβαρά» concept albums, αλλά και απέναντι στην βρετανική μανία για τάξη, ηθική και λογοτεχνικό καθωσπρεπισμό. Ο μικρός Bostock γίνεται το alter ego του Άντερσον: ένα παιδί που γελά με τους ενήλικες καθώς αυτοί προσπαθούν να εξηγήσουν κάτι που δεν καταλαβαίνουν.
Κι όμως, πίσω από την παρωδία, κρύβεται μια πραγματική φιλοδοξία. Ο Anderson δεν αρκέστηκε να γράψει έναν δίσκο με ειρωνικό ύφος — συνέθεσε μια σουίτα διάρκειας 43,5 λεπτών, χωρισμένη αναγκαστικά σε δύο πλευρές βινυλίου, που στέκεται με θαυμαστή συνοχή.
Έτσι, αποφάσισε να τους ξεπεράσει όλους· όχι με ακόμη περισσότερη σοβαρότητα, αλλά με περισσότερη ειρωνεία. Το αποτέλεσμα ήταν το Thick as a Brick: ένα έργο που παρίστανε το μεγαλεπήβολο concept album, αλλά αποδείχτηκε τελικά ένα αληθινό αριστούργημα σύνθεσης.
Το άλμπουμ συνοδευόταν από ένα εξώφυλλο-παρωδία: μια ολόκληρη φανταστική εφημερίδα, The St. Cleve Chronicle & Linwell Advertiser. Μέσα της, ένα δεκαεξασέλιδο γεμάτο άρθρα, ψεύτικες ειδήσεις, γελοιογραφίες και τη φανταστική ιστορία του οκτάχρονου Gerald Bostock, ενός αγοριού που γράφει ένα ποίημα τόσο ακατάλληλο ώστε του αφαιρείται το βραβείο ποίησης. Οι στίχοι του παιδιού — υποτίθεται — είναι το ίδιο το άλμπουμ.
Με αυτή την κίνηση, ο Anderson έστησε διπλή σάτιρα: όχι μόνο απέναντι στα «σοβαρά» concept albums, αλλά και απέναντι στην βρετανική μανία για τάξη, ηθική και λογοτεχνικό καθωσπρεπισμό. Ο μικρός Bostock γίνεται το alter ego του Άντερσον: ένα παιδί που γελά με τους ενήλικες καθώς αυτοί προσπαθούν να εξηγήσουν κάτι που δεν καταλαβαίνουν.
Κι όμως, πίσω από την παρωδία, κρύβεται μια πραγματική φιλοδοξία. Ο Anderson δεν αρκέστηκε να γράψει έναν δίσκο με ειρωνικό ύφος — συνέθεσε μια σουίτα διάρκειας 43,5 λεπτών, χωρισμένη αναγκαστικά σε δύο πλευρές βινυλίου, που στέκεται με θαυμαστή συνοχή.
Το Thick as a Brick δεν είναι μια απλή συλλογή τραγουδιών. Είναι μια συνεχής μουσική αφήγηση, που κινείται σαν θεατρικό έργο χωρίς διαλόγους. Από το πρώτο κιόλας θέμα — το ήρεμο Really Don’t Mind με την ακουστική κιθάρα — ο ακροατής εισέρχεται σε έναν κόσμο που φαίνεται αυθόρμητος, αλλά κάθε λεπτό του είναι προσεκτικά σχεδιασμένο.
Η δομή θυμίζει περισσότερο συμφωνικό έργο παρά ροκ δίσκο: θέματα επιστρέφουν, παραλλαγές επανεμφανίζονται, ρυθμοί αλλάζουν απρόσμενα, και τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο. Ο τρόπος που το φλάουτο του Anderson «συνομιλεί» με την ηλεκτρική κιθάρα του Martin Barre δίνει την αίσθηση μιας ενορχηστρωτικής οικονομίας που θα ζήλευε ακόμα και κλασικός συνθέτης.
Στο See There a Son is Born, το άλμπουμ εκρήγνυται σε μια φρενήρη prog δίνη, με κάθε όργανο να λειτουργεί σαν ξεχωριστός αφηγητής. Αμέσως μετά, το The Poet and the Painter εισάγει μια σχεδόν θεατρική διάσταση: ο Anderson ερμηνεύει σαν παραμυθάς, ενώ το συγκρότημα παίζει με αντιθέσεις — από μελωδική λεπτότητα έως θορυβώδες χάος. Η μπάντα δεν προσπαθεί απλώς να μιμηθεί το progressive rock, αλλά να επαναπροσδιορίσει τα όριά του.
Η παραγωγή, με τη βοήθεια του μηχανικού Robin Black, είναι σχεδόν εξωπραγματικά σχολαστική για τα δεδομένα του 1972. Η μίξη δημιουργεί κινηματογραφική κίνηση: ο ήχος του φλάουτου ή της κιθάρας μετακινείται στο στερεοφωνικό πεδίο, οι δυναμικές αυξομειώνονται σαν κύματα, και κάθε νέο μοτίβο μοιάζει να «γεννιέται» μέσα από το προηγούμενο.
Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε σε μόλις δύο εβδομάδες, αλλά η μπάντα δούλεψε με ρυθμό εργοστασίου τελειότητας. Ο Anderson έγραφε κάθε μέρα νέους στίχους και μουσικά θέματα, και η μπάντα τα μάθαινε αμέσως, προσθέτοντας κάθε φορά ένα νέο «κομμάτι» στο παζλ. Αυτή η διαδικασία χάρισε στο αποτέλεσμα μια σπάνια αίσθηση αυθορμητισμού μέσα στη δομή.
Το Thick as a Brick λειτουργεί σαν σύστημα ήχων που αυτοαναπαράγεται: μια μελωδία φυτρώνει μέσα σε μια άλλη, ένας ρυθμός μεταλλάσσεται σε κάτι νέο. Αυτή η διαρκής μεταμόρφωση κάνει το έργο να μοιάζει ζωντανό — σαν να συνεχίζει να γράφεται ακόμη και σήμερα, κάθε φορά που το ακούμε.
Ο Anderson δεν είναι απλώς μουσικός· είναι ερμηνευτής, αφηγητής και σατιρικός ποιητής. Οι στίχοι του πλέκουν μια αμφίσημη ιστορία που δεν χρειάζεται να κατανοηθεί κυριολεκτικά. Οι λέξεις γίνονται υλικό ήχου: «And your wise men don’t know how it feels / To be thick as a brick» — μια φράση που ειρωνεύεται και αποθεώνει ταυτόχρονα την ανθρώπινη αφέλεια.
Η φωνή του είναι μέρος της ενορχήστρωσης: ψιθυρίζει, κραυγάζει ή «χορεύει» με το φλάουτο, δημιουργώντας ένα συνεχές παιχνίδι ρόλων. Η ειρωνεία δεν είναι μόνο σάτιρα προς τους άλλους αλλά και αυτοσάτιρα: ο Anderson γελά με τον εαυτό του, και έτσι το Thick as a Brick γίνεται κάτι περισσότερο από μουσική — ένα σχόλιο πάνω στη δημιουργία καθαυτή.
Η φωνή του είναι μέρος της ενορχήστρωσης: ψιθυρίζει, κραυγάζει ή «χορεύει» με το φλάουτο, δημιουργώντας ένα συνεχές παιχνίδι ρόλων. Η ειρωνεία δεν είναι μόνο σάτιρα προς τους άλλους αλλά και αυτοσάτιρα: ο Anderson γελά με τον εαυτό του, και έτσι το Thick as a Brick γίνεται κάτι περισσότερο από μουσική — ένα σχόλιο πάνω στη δημιουργία καθαυτή.
Το σχέδιο του καλλιτέχνη γύρισε εναντίον του — αλλά με τον καλύτερο τρόπο. Το άλμπουμ δεν ακούστηκε σαν παρωδία, αλλά σαν κορυφαίο δείγμα της progressive rock. Παρά τις ειρωνικές προθέσεις, είχε όλη τη μουσική ευφυΐα που απαιτεί το είδος: πολύπλοκες εναλλαγές μέτρων, φολκ αναφορές, συμφωνικές κορυφώσεις και μια αφηγηματική συνέχεια που λίγα συγκροτήματα είχαν πετύχει.
Το Thick as a Brick έφτασε στο Νο 1 του Billboard τον Ιούνιο του 1972, παραμένοντας εκεί για δύο εβδομάδες. Η παρωδία είχε μετατραπεί σε επιβεβαίωση του prog ethos: η ροκ μπορούσε να είναι τέχνη, ακόμη και όταν γελούσε με τον εαυτό της.
Η μεγαλύτερη καινοτομία του δίσκου ίσως βρίσκεται στο πώς συνθέτει το παράδοξο: ενώ χλευάζει τη σοβαροφάνεια του είδους, την υπερβαίνει με αυθεντική δημιουργικότητα. Είναι σαν να φτιάχνεις ένα έργο για να δείξεις ότι τα μεγάλα έργα είναι γελοία — και καταλήγεις να γράφεις ένα πραγματικά μεγάλο έργο.
Αυτός ο διχασμός χαρίζει στο Thick as a Brick τη διαχρονικότητά του. Δεν είναι ένα άλμπουμ που ανήκει στην εποχή του, αλλά ένα έργο που μιλά για την ίδια την έννοια του ύφους και της αυθεντικότητας. Κάθε ακρόαση αποκαλύπτει ένα νέο στρώμα ειρωνείας ή μια λεπτομέρεια που ίσως είχαμε αγνοήσει.
Σήμερα, το Thick as a Brick παραμένει ένα από τα πιο συνεκτικά έργα της ροκ ιστορίας. Η επιρροή του ξεπερνά την prog σκηνή — από την πολυπλοκότητα των Dream Theater έως τη λογοτεχνική ειρωνεία των The Decemberists.
Πάνω απ’ όλα, διδάσκει κάτι σπάνιο: η τεχνική αρτιότητα δεν αποκλείει την ειρωνεία. Μπορείς να δημιουργήσεις κάτι βαθύ και ταυτόχρονα να γελάς με τη δημιουργία σου. Ο Anderson, με το φλάουτο σαν δαυλό και το βλέμμα ενός σαρκαστικού προφήτη, δεν έγραψε απλώς έναν δίσκο. Έστησε έναν καθρέφτη απέναντι σε μια εποχή που πίστευε υπερβολικά στη σοβαρότητα. Και αυτός ο καθρέφτης, πενήντα χρόνια μετά, αντανακλά ακόμη.
Ίσως τελικά το αληθινό νόημα του τίτλου να βρίσκεται εκεί: το να είσαι «thick as a brick» — «χοντρόπετσος σαν τούβλο» — δεν είναι ύβρις, αλλά σωτηρία. Μερικές φορές, μόνο όποιος αρνείται να πάρει τα πάντα στα σοβαρά μπορεί να φτιάξει κάτι πραγματικά σοβαρό.
Τα κομμάτια σε ενότητες:
Side one
1. Thick as a Brick
Really Don't Mind / See There a Son Is Born (5:00)
The Poet and the Painter (5:29)
What Do You Do When the Old Man's Gone? / From the Upper Class (5:25)
You Curl Your Toes in Fun / Childhood Heroes / Stabs Instrumental (6:48)
22:40
Side twο
2. Thick as a Brick
See There a Man Is Born / Clear White Circles (5:58)
Legends and Believe in the Day (6:34)
Tales of Your Life (5:24)
Childhood Heroes Reprise (2:56)
21:06
Total length: 43:46
The SHADOW