Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

LIFE:: Η πραγματική κληρονομιά του Chris Rea

 

ΝΑΙ, το Driving Home for Christmas, είναι για το ευρύ κοινό, το σήμα κατατεθέν του Chris Rea, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ώρες. Για άλλους το On A Beach, το Julia, το Josephine και άλλα τραγούδια που ανήκουν στις «καλογυαλισμένες» ραδιοφωνικές επιτυχίες των ’80s. Ωστόσο, αυτή η εμμονή και ο περιορισμός της μουσικής του ταυτότητας σε αυτά τα τραγούδια, διαγράφουν ουσιαστικά το βαθιά προσωπικό και εκτεταμένο blues ταξίδι που έχει διανύσει αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης, τις τελευταίες δεκαετίες...






Η αντιφατική δισκογραφική διαδρομή του αποτελεί μια συναρπαστική αφήγηση






Διότι, κάτω από την ποπ επιτυχία υπήρξε ένας καλλιτέχνης του οποίου η αγάπη για τα blues διαμόρφωσε το πιο δυνατό του έργο – μια πλευρά που παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη εκτός του στενού κύκλου των φανατικών ακροατών και των φίλων του είδους.

Ηταν 1992 όταν αποφοίτησα από το σχολείο. Εχοντας «βομβαρδιστεί» από τα ραδιοφωνικά χιτς του Rea μέχρι εκείνη την εποχή, ένας φίλος μού πρότεινε να ακούσω το νέο άλμπουμ του τότε, το God’s Great Banana Skin, μέσα από το οποίο αντιλήφθηκα το πραγματικό μεγαλείο του. Το κομμάτι Nothing To Fear με ώθησε να ανακαλύψω με τα χρόνια, την ουσιαστική κληρονομιά του Chris Rea στο blues rock.

Ενός καλλιτέχνη με συνεισφορά ουσιαστική, αφοσίωση αδιαπραγμάτευτη και επιρροή διακριτική μεν, αλλά διαχρονική. Μπορεί να μην απέκτησε ποτέ το ειδικό βάρος στα blues που έχουν ο Eric Clapton ή ο Stevie Ray Vaughan, όμως χάραξε τον δικό του δρόμο, δημιουργώντας έναν εκτενή κατάλογο έργων βασισμένων στο συναίσθημα, την αυθεντικότητα και τη διηγηματική δύναμη της κιθάρας.

Ισως το 2025 είναι η κατάλληλη στιγμή να επανεξετάσουμε αυτή τη διαδρομή και να αναγνωρίσουμε τον Chris Rea όχι μόνο ως χαρισματικό τραγουδοποιό και ερμηνευτή, αλλά ως μια σημαντική και υποτιμημένη μορφή του σύγχρονου blues rock.

Η πρώιμη καριέρα του Chris Rea καθορίστηκε από ραδιοφωνικές επιτυχίες που έγερναν περισσότερο προς το soft rock παρά προς τη slide κιθάρα. Τραγούδια όπως το Fool (If You Think It’s Over), που τον καθιέρωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1978, και το Josephine του 1985, τον εδραίωσαν στα διεθνή charts. Η χαρακτηριστική φωνή του με την έντονη βραχνάδα, ταίριαζε ιδανικά με την καλογυαλισμένη παραγωγή της εποχής, ενώ η μελωδική του ευαισθησία τού χάρισε εμπορική επιτυχία σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Κι όμως, μέσα σε αυτή την εποχή η οποία μάλλον... απεχθάνονταν τα blues, ο Chris Rea έδειχνε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι αυτά ήταν πάντα στο DNA του. Μεγαλώνοντας στο Μίντλεσμπρο, εμπνεύστηκε από θρύλους του είδους όπως ο Elmore James και ο Charlie Patton. Σε αντίθεση με πολλούς Βρετανούς συνοδοιπόρους του στα blues, δεν αναδείχθηκε μέσα από τα clubs του Λονδίνου ούτε έπαιξε σε supergroups. Έμαθε slide κιθάρα σχετικά αργά στη ζωή του και η προσέγγισή του παρέμεινε αυστηρά προσωπική και... εσωστρεφής, μακριά από επιδεικτικές δεξιοτεχνίες.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, πλέον άρχισε να απομακρύνεται από το mainstream, καθώς η περιπέτεια της υγείας του αποτέλεσε σημείο καμπής. Απαλλαγμένος πλέον από τις εμπορικές πιέσεις, στράφηκε στη μουσική που είχε πάντα τη μεγαλύτερη σημασία για εκείνον: τα blues.


Είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για την κληρονομιά του Chris Rea στο blues rock χωρίς να σταθεί στο The Road to Hell. Κυκλοφόρησε το 1989 και παραμένει η πιο ισχυρή σύνθεση όπου η εμπορική απήχηση συναντά την blues ατμόσφαιρα. Με το σκοτεινό synth εισαγωγικό μέρος να οδηγεί σε ένα «πνιχτό» κιθαριστικό groove, το τραγούδι θόλωσε τα όρια των ειδών και αποτύπωσε τη ματαίωση, την αποξένωση και την πνευματική αγωνία της εποχής του.

Το The Road to Hell δεν είναι απλώς μια ραδιοφωνική επιτυχία· είναι ένας σύγχρονος blues θρήνος. Το solo της slide κιθάρας είναι λιτό αλλά στοιχειωτικό, ενώ οι στίχοι παραμένουν εξίσου επίκαιροι το 2025 όσο και στα τέλη των ’80s. Το τραγούδι αντλεί από τα υπαρξιακά θέματα του παραδοσιακού blues, μέσα όμως από το βλέμμα ενός σύγχρονου εργαζόμενου ανθρώπου, εγκλωβισμένου στην κίνηση και φθαρμένου από συστήματα μεγαλύτερα από τον ίδιο.

Αυτό ήταν και το σημείο όπου ο Rea πάτησε γερά στο έδαφος ως blues rock καλλιτέχνης. Αν τα προηγούμενα έργα του απλώς «φλέρταραν» με το είδος, εδώ απέδειξε πως μπορούσε να μεταφέρει το blues συναίσθημα σε ένα mainstream πλαίσιο χωρίς να χάσει την αυθεντικότητά του. Το τραγούδι σημείωσε παγκόσμια επιτυχία, έφτασε στην κορυφή των βρετανικών charts και εδραίωσε τη μοναδική του καλλιτεχνική φωνή.

Για πολλούς ακροατές αποτέλεσε την πύλη εισόδου στις πιο βαθιές, blues πλευρές της καριέρας του. Μέχρι σήμερα, το The Road to Hell στέκει ως ένα από τα πιο ανθεκτικά blues rock κομμάτια του ύστερου 20ού αιώνα και ως καθοριστική στιγμή στη διαδρομή του, ενώ αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η επιτυχία αυτή, ώθησε έναν ακόμη σπουδαίο κιθαρίστα, τον Steve Lukather των ΤΟΤΟ, να τον... ακολουθήσει, χαρίζοντάς μας ένα σπάνιο μοντέρνο blues διαμάντι, το Never Walk Alone από το άλμπουμ Candyman του 1994.


Μετά την σοβαρή ασθένειά του, ο Rea μπήκε σε αυτό που πολλοί θεωρούν την πιο καλλιτεχνικά «καθαρή» φάση του. Άλμπουμ όπως τα Dancing Down the Stony Road (2002) και The Blue Jukebox (2004) άφησαν πίσω τους την ποπ στιλπνότητα και αγκάλιασαν ωμές blues υφές. Δεν σχεδιάστηκαν για εμπορική επιτυχία· ήταν έργα αγάπης, δημιουργημένα για να ικανοποιήσουν ένα εσωτερικό και πνευματικό κάλεσμα.

Το Dancing Down the Stony Road ειδικά αποτέλεσε μια ριζική στροφή. Ένα πυκνό, διπλό concept album, βουτηγμένο στα Delta blues, γεμάτο με θέματα πόνου, λύτρωσης και αντοχής. Η slide κιθάρα βρέθηκε στο προσκήνιο, τραχιά και εκφραστική. Η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη από τη ζωή, κάτι που ενίσχυε ακόμη περισσότερο το συναισθηματικό βάρος. Οι κριτικοί διχάστηκαν, όμως οι φίλοι των blues αναγνώρισαν κάτι αληθινό, καθώς δεν επρόκειτο για μια επιφανειακή «επανεκκίνηση», αλλά για μια ειλικρινή επιστροφή στην πηγή του.

Η πορεία αυτή συνεχίστηκε με το Blue Guitars (2005), ένα συγκλονιστικό έργο 11 δίσκων και 137 κομματιών που χαρτογραφεί την ιστορία των blues μέσα από διαφορετικές εποχές και υποείδη. Φιλόδοξο, σχεδόν ακαδημαϊκό, αλλά ταυτόχρονα βαθιά προσωπικό. Ο Rea το ηχογράφησε στο σπίτι του, έπαιξε ο ίδιος τα περισσότερα όργανα και το κυκλοφόρησε από ανεξάρτητη γερμανική εταιρία. Λίγοι καλλιτέχνες θα τολμούσαν κάτι τέτοιο...


Ένα από τα πιο παραγνωρισμένα στοιχεία της blues δουλειάς του Chris Rea είναι ο ιδιαίτερος ήχος της slide κιθάρας του. Αναγνωρίσιμος από την πρώτη νότα: ζεστός, «φωνητικός», μα ποτέ επιθετικός. Σε αντίθεση με κιθαρίστες που κυνηγούν την ταχύτητα ή την επίδειξη, ο Rea δίνει προτεραιότητα στο συναίσθημα. Αφήνει τις νότες να «αναπνεύσουν». Συχνά η κιθάρα του λειτουργεί σαν δεύτερη φωνή, σχολιάζοντας ή ψιθυρίζοντας τις δικές της αλήθειες.

Το κιθαριστικό του ύφος αντικατοπτρίζει τη δική του διαδρομή. Σπάνια χρησιμοποιεί συμβατικά κουρδίσματα ή «υψηλού κύρους» εξοπλισμό. Αντίθετα, χτίζει τον ήχο του μέσα από πειραματισμό και ένστικτο, δημιουργώντας μια αισθηματική και όχι μηχανική ταυτότητα. Σε μια εποχή ψηφιακής τελειότητας, αυτή η αναλογική, ψυχική προσέγγιση μοιάζει ολοένα και πιο σπάνια – και αναζωογονητική.


Παρ' όλα αυτά, ο Chris Rea παραμένει στο περιθώριο του blues rock διαλόγου. Σπάνια συμπεριλαμβάνεται σε λίστες μεγάλων blues κιθαριστών ή επιδραστικών φωνών του είδους, παρότι το έργο του αξίζει σοβαρής μελέτης.

Ένας λόγος είναι ίσως η γεωγραφία. Ο Rea υπήρξε πολύ πιο δημοφιλής στην Ευρώπη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ, όπου η αναγνωρισιμότητά του είναι περιορισμένη. Οι Αμερικανοί blues «σκληροπυρηνικοί» συχνά μένουν προσκολλημένοι στους εγχώριους θρύλους, ενώ οι ποπ καταβολές του Rea τον έκαναν εύκολο στόχο υποτίμησης.

Ένας ακόμη παράγοντας είναι η στάση του ίδιου απέναντι στη φήμη. Δεν την επιδίωξε ποτέ – αντίθετα, απομακρύνθηκε συνειδητά. Διέκοψε τις σχέσεις με μεγάλες δισκογραφικές, σταμάτησε την προβολή και αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και σε προσωπικά μουσικά projects. Μια τέτοια καλλιτεχνική απομόνωση δεν βοηθά στη διατήρηση μιας δημόσιας «κληρονομιάς».

Παρόλα αυτά, όμως, ο σημαντικότερος λόγος, δείχνει να είναι ο χρόνος. Η blues αναγέννησή του ήρθε μετά την εμπορική του ακμή. Χωρίς μεγάλη δισκογραφική υποστήριξη, video clips ή φεστιβαλικά headliner slots, τα blues άλμπουμ του δεν απέκτησαν την προβολή που άξιζαν. Παρέμειναν κρυμμένοι θησαυροί για όσους ήταν διατεθειμένοι να ψάξουν. Και η ιστορία του αυτή μοιάζει τόσο με αυτή του Gary Moore, ο οποίος, δισκογραφικά, επέστρεψε σχετικά αργά στα blues.

Η κληρονομιά του Chris Rea, όμως συνεχίζει να εμπνέει. Σύγχρονοι blues καλλιτέχνες τον αναφέρουν ως πηγή έμπνευσης, ενώ η προσέγγισή του στη slide κιθάρα εξακολουθεί να αγγίζει νεότερους μουσικούς που αναζητούν ήχο και αίσθηση αντί για τεχνική επίδειξη.

Καθώς όλο και περισσότεροι ακροατές εξερευνούν το blues rock πέρα από τα αμερικανικά του είδωλα, ανοίγει χώρος για επαναξιολόγηση μορφών όπως ο Rea. Η αντιφατική δισκογραφική διαδρομή του αποτελεί μια συναρπαστική αφήγηση. Τα άλμπουμ του είναι γεμάτα συναίσθημα, σοφία και ανθρωπιά. Και η κιθάρα του – πάντα διακριτική και γεμάτη ψυχή – συνεχίζει να μιλάει δυνατά.

Σε έναν μουσικό κόσμο γεμάτο εφήμερη φήμη και υπερέκθεση, ο Chris Rea επέλεξε τον μακρύ δρόμο. Τον περπάτησε με ταπεινότητα, πάθος και βαθιά αγάπη για τα blues. Ίσως ήρθε η ώρα ο κόσμος των blues να προχωρήσει λίγο ακόμη σε αυτόν τον δρόμο μαζί του.

Τhe SHADOW







Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...