ΤΟ 1990 όλα άλλαζαν. Το grunge παραμέριζε όλα τα άλλα μουσικά ιδιώματα, και γκρουπ όπως οι Tool, οι In Flames, οι Kyuss, οι Οpeth, οι Lamb Of God, οι Fear Factor, oι Cathedral κ.α. «γεννιόντουσαν», όταν ΑC/DC, Dio, Iron Maiden, Μegadeth, Gamma Ray, Annihilator, Anthrax, Kreator, Pantera, Queensryche και τόσοι άλλοι, έβγαζαν άλμπουμ που θα έμεναν στην ιστορία. Κάπου μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό, «χώθηκαν» και οι Judas Priest με το ανυπέρβλητο Painkiller...
Περίπου εκείνη την εποχή (ίσως κι έναν χρόνο μετά) είχε πάρει το μάτι μου σε κάποιο περιοδικό, το εξώφυλλο του Painkiller. Με το Ιντερνετ να αποτελεί «άγνωστη λέξη» τότε, «γεύση» για ένα νέο άλμπουμ παίρναμε από καμιά... αδέσποτη κριτική ή -κατά βάση- από το ένστικτό μας. Το μεταλλικό ρομπότ πάνω στη δαιμονική μηχανή και το όλο κόνσεπτ του εξωφύλλου με ώθησαν με σιγουριά στα μαρμάρινα σκαλιά ενός δισκάδικου στον Πειραιά, το Δισκόραμα (Τσαμαδού και Κολοκοτρώνη, νομίζω, αν και δεν υπάρχει πια). Η κασέτα «φώλιασε» στην παλάμη μου και μετά από έναν βαθύ αναστεναγμό της μάνας μου (που πλήρωσε στο ταμείο), μπήκαμε σε ένα ταξί με προορισμό το ΙΚΑ στην Πειραιώς.
Η πρώτη γνωριμία μου με το Painkiller. |
Στο πίσω κάθισμα βρίσκονταν ήδη μία συμπαθέστατη ηλικιωμένη, δίπλα της κάθισε η μητέρα μου, κι εγώ προτίμησα την... ησυχία της θέσης του συνοδηγού. Πέντε λεπτά αργότερα η κίνηση του δρόμου έκανε τους πεζούς να φαίνονται ταχείες. Ετσι έβγαλα από την τσέπη μου το Painkiller, με σκοπό να ασχοληθώ μαζί του, μπας και περάσει το μαρτύριο. Μόλις, όμως, έσκισα τη ζελατίνα, ο οδηγός παρενέβη: «Ωπα, τι έχουμε εκεί μεγάλε;», μου είπε, διακόπτοντας. Η μαγική στιγμή μου είχε χαθεί. «Judas Priest, τους ξέρεις;», ρώτησα, δίνοντας έναν βαριεστημένο τόνο στη φωνή μου, μπας και αποθάρρυνα τον -περίπου 30χρονο τότε- ταξιτζή. «Τι λες τώρα; Η αδυναμία μου! Νέο άλμπουμ; Μη μου πεις;», είπε εμφανώς ενθουσιασμένος και με μιας, μου έδειξε το... δρόμο για το κασσετόφωνό του. «Δεν πιστεύω να μου τη μασήσει και να έχουμε εγκεφαλικά», του είπα δειλά και εκείνος απάντησε πριν καν ολοκληρώσω την ερώτηση: «Ούτε μία στο εκατομμύριο, μη φοβάσαι τίποτα φίλε. Χώσε να ισιώσουμε», επέμεινε και με ένα τρεμάμενο τέντωμα του χεριού μου, έσπρωξα τη μπεζ κασσέτα στη σχισμή... ψάλλοντας από μέσα μου το «Πάτερ Ημών».
Το μανιασμένο ξέσπασμα του ομώνυμου κομματιού, αν και από τα άθλια ηχεία του ταξί, με έκανε να γουρλώσω τα μάτια σα να είχα δει μπροστά μου τον ίδιο τον Halford. Ποτέ μέχρι τότε, δεν είχα ξανακούσει τους Priest τόσο επιθετικούς. «Πω, πω, ρε μάγκα, τι μου 'κανες σήμερα; Τι είναι τούτο, λέμε;», πετάχτηκε ξανά ο taxi driver κοιτώντας το κασσετόφωνό του λες και περίμενε να ξεχυθεί από μέσα, η κόλαση. Οντως, το Painkiller έφτανε στο τέλος του και θυμάμαι ακόμη ολοκάθαρα, πως αδυνατούσα να συντάξω τη σκέψη μου γι' αυτό που είχα ακούσει. Στο All Guns Blazing, η γιαγιά πίσω, είχε βγει «οff». «Εδώ θα κατέβω εγώ», είπε όσο ευγενικά μπορούσε. «Μα μου είπατε πιο πάνω», είπε μάλλον αφηρημένα ο ταξιτζής. «Δεν πειράζει, θέλω να περπατήσω λίγο», επέμεινε και η μάνα μου δίπλα μειδίασε συγκαταβατικά, παρότι είχε (και έχει) προπονημένο αυτί.
Aπό αριστερά: Hill, Tipton, Halford, Downing, Travis, στην κορυφαία στιγμή της καριέρας τους. |
Κάπως έτσι γράφτηκε η πρώτη επαφή μου με το 12ο αριστούργημα των Judas Priest, οι οποίοι με το συγκεκριμένο άλμπουμ πέρασαν σε μια νέα φάση της μουσικής ιστορίας τους. Ξεκινώντας με doom / blues / hard / progressive προσανατολισμούς την πορεία τους, πέρασαν στο NWOBHM στυλ, μετά πρόσθεσαν πλήκτρα και από το Ram It Down (1988) έδειξαν τις πιο άγριες διαθέσεις τους. Κατά την προσωπική άποψή μου, αν και θαυμαστής της πρώιμης περιόδου τους, το Painkiller αποτελεί την κορωνίδα της δισκογραφίας τους. Εχοντας αντικαταστήσει τον Dave Holland με τον σαφώς πιο εξελιγμένο και επιθετικό Scott Travis στα ντραμς, το γκρουπ κατάφερε να μπει στα 90's, κάνοντας τεράστιο πάταγο, με ένα άλμπουμ που ξεχείλιζε από οργή, με τους Tipton και Downing να γίνονται σεμινάριο για κάθε επίδοξο κιθαριστικό δίδυμο και τον Halford να ερμηνεύει όπως ποτέ, κομμάτια που βγήκαν για να μείνουν στην ιστορία, στο τελευταίο -μέχρι τότε- δίσκο του με τους Judas Priest. To Painkiller ήταν και παραμένει αψεγάδιαστο, τόσο στην παραγωγή του γνωστού και μη εξαιρετέου, Chris Tsangarides, όσο και στις συνθέσεις, αλλά και στην εκτέλεση. Ενα άλμπουμ - μνημείο για το heavy Metal, που αφήνει τον ακροατή να πάρει ανάσα μόνο στα δευτερόλεπτα της παύσης ανάμεσα από τα κομμάτια. Κορυφαίο σημείο του (αν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο, φυσικά) θεωρώ το διαδοχικό σόλο των Tipton, Downing στο One Shot At Glory, αλλά μάλλον αυτή την πρόταση τη θεωρώ ύβρη απέναντι στα υπόλοιπα κομμάτια. Μετά το Painkiller, ο Halford ακολούθησε προσωπική πορεία και οι Priest πειραματίστηκαν πάνω στις φωνητικές χορδές του Owens για δύο άλμπουμ, μένοντας με αυτά για μια περίοδο 15 ετών. Φέτος, το γκρουπ, αποχαιρετώντας τον Downing, μας προσέφερε το θεσπέσιο Redeemer Of Souls, καταδεικνύοντας πως το μεταλλικό DNA τους είναι ακόμη ζωντανό. Πάντως, αν το άκουγα ξανά σήμερα σε ταξί το Painkiller, δεν ξέρω πως αντιδρούσα...
Η απίστευτη tracklisting:
2. Hell Patrol 3:35
3. All Guns Blazing 3:56
4. Leather Rebel 3:34
5. Metal Meltdown 4:46
6. Night Crawler 5:44
7. Between the Hammer & the Anvil 4:47
8. A Touch Of Evil 5:42
9. Battle Hymn (Instrumental) 0:56
10. One Shot at Glory 6:46