
Η ακρόαση ενός άλμπουμ, δεν ερχόταν στα πεταχτά μέσα από το Spotify ή το YouTube
Το ραδιόφωνο είχε τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής κατεύθυνσης και παιδείας μας, παράλληλα με κάποιους ελάχιστους μουσικόφιλους μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι λειτουργούσαν ως πηγή πληροφοριών.
Οι επαναγραφόμενες κασέτες της εποχής με την έντονη χημική μυρωδιά, άλλαζαν χέρια αρκετές φορές στη σύντομη ζωή τους και οι μέρες μας κυλούσαν περνώντας ώρες και ώρες μπροστά από κάποιο διπλό κασετόφωνο, εκεί όπου η γνώση μεταλαμπαδευόταν μέσα από πολλή κουβέντα, ιστορίες και φήμες.
Ηταν η εποχή όπου καλλιτέχνες όπως o Ozzy, o Dio, oι Metallica, οι Iron Maiden, oi Judas Priest και πολλοί άλλοι έρχονταν να πάρουν θέση στα απογεύματά μας και να μπουν πιο μπροστά στις προτιμήσεις που είχαμε για τους Βeatles, τους Rolling Stones, τους Rainbow, τους Deep Purple, τους Eloy, τους Ramones και την Pop που κατέκλυζε το ραδιόφωνο.
Το New Wave Of British Ηeavy Metal μαζί με το Thrash και το Glam, είχαν “μπουκάρει” στη δεκαετία με τα πολλά ντεσιμπέλ τους, την απαράμιλλη ποιότητά τους και κάποιοι από εμάς ακολουθούσαμε σαν τα μικρά παιδιά τον… Αυλητή του Χαμελίν.
Κι όταν κάποιος φίλος με μεγαλύτερη οικονομική άνεση, αποκτούσε πικ απ και τα πρώτα βινύλιά του, τότε η μαγεία διογκώνονταν όπως ένας κόκκινος γίγαντας στο σύμπαν.
Ο κάθε Οzzy γινόταν «μέλος» της παρέας μας, η οποία άκουγε τα κομμάτια ευλαβικά μέσα από τα «σκρατς» της βελόνας, ενώ οι πιο πολλοί χαζεύαμε με τις ώρες τα εξώφυλλα. Τα εξώφυλλα των άλμπουμ που είχαν κι αυτά την ξεχωριστή σημασία τους τότε. Από τα «παρανοϊκά» της περίφημης Hypnosis, μέχρι τα πιο απλά ή και άλλα, αρκετά κακόγουστα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το τζιν μπουφάν, αποκτούσε χειροποίητη μουσική όψη με μαύρο στυλό διαρκείας, άλλοτε με το τεράστιο “S” των Saxon, το “Μ” των Metallica ή το logo των Dead Kennedys, έστω κι αν η τελική εικόνα ήταν αρκετά… μακριά από το αρχικό μοντέλο.
Η μαγεία, όμως, δεν μειωνόταν στο ελάχιστο. Το διπλό deck έπιανε δουλεία και πάλι για να γράψει σε κασέτα το νέο άλμπουμ ή μια συλλογή κομματιών. Μπατονέτα και οινόπνευμα για καθαρισμό της κεφαλής, στυλό Bic για… rewind και απόλυτη σιωπή για να πατηθεί το pause στο σωστό δευτερόλεπτο του φινάλε του τραγουδιού ή της πλευράς του δίσκου.
Και μετά, πάλι συζητήσεις. Για το πόσα κρεβάτια χρειάστηκαν για τη φωτογράφιση του A Momentary Lapse Of Reason των Pink Floyd, στη παραλία του Σόντον Σαντς του Ντέβον στη νοτιοδυτική Αγγλία, για το αν ο Ozzy είχε όντως δαγκώσει αληθινή νυχτερίδα, για το αν υπάρχει τελικά κρυφό μήνυμα στο Stairway to Ηeaven των Zepplin ή το Another One Bites the Dust των Queen, για τη μοντέρνα εκδοχή του Νώε στο Ark των Animals, για τον Eddie των Iron Maiden…
Η ακρόαση ενός άλμπουμ, δεν ερχόταν στα πεταχτά μέσα από το Spotify ή το YouTube. Ηταν μια ιδιαίτερη ιεροτελεστία, που πάρα πολλές φορές, διαρκούσε και ώρες, ημέρες, μήνες.
Οπως και η δημιουργία των άλμπουμ από τους καλλιτέχνες της εποχής: Προτεραιότητα ήταν να βρεθεί ο σωστός χώρος και ο ήχος, το σωστό εξώφυλλο που θα υποστηρίζει το περιεχόμενο, το σωστό timing των μελών της μπάντας. Ηταν η εποχή που η μουσική ήταν βιωματική, με ό,τι σημαίνει αυτό.
Σε ό,τι αφορά σ’ εμάς τους ακροατές; Υπήρχαν περιπτώσεις που καταφέρναμε να βρούμε ραδιοφωνικό πομπό με τις λυχνίες και τότε αναβαθμιζόμασταν σε «πειρατές». Με έναν μικρό μίκτη και δύο κασετόφωνα της κακιάς ώρας, μπαίναμε σφήνα στον κόσμο των ερτζιανών. Οι πιο τολμηροί, με ένα ποδήλατο κι ένα τραντζιστοράκι κολλημένο στο αυτί μέσα στο καταχείμωνο, κάναμε χιλιόμετρα προκειμένου να καταγράψουμε τα όρια της πειρατικής εμβέλειάς μας.
Κι όταν το σχολείο έριχνε την αυλαία του και η Αθήνα μας καλούσε για σπουδές, καταθέταμε με αρκετό στεναγμό το χαρτζιλίκι μας στα Μetropolis, Happening, Rock City, 7+7 για να αποκτήσουμε άλμπουμ που πάντα έλειπαν από τη συλλογή μας, για να καθίσουμε ξανά με τις ώρες και τα φιλαράκια να συζητήσουμε ξανά για το αν ο Dave Surkamp των Pavlov’s Dog ήταν… νάνος ή… γυναίκα, λόγω τις ιδιαίτερης φωνής του ή να εξετάσουμε ξανά αν ο Jim Morrison ζει.
Απορίες που λύθηκαν με τον καιρό και την άφιξη του Internet και του MTV. Μόνο που ο χρόνος χάθηκε με τον καιρό. Χάθηκαν και οι φίλοι και οι κουβέντες.
Χάθηκαν και οι καλλιτέχνες που ξεκίνησαν την πορεία τους ως φτωχόπαιδα με τα μακριά μαλλιά, που η μουσική τους είχε αιτία ύπαρξης. Μουσικοί που διασκέδαζαν μεν στα άκρα, αλλά αντιδρούσαν και “κατέγραφαν” τα κακώς κείμενα της εποχής, που τα έβαζαν με τους καταπιεστικούς γονείς, με τις φιλοπόλεμες κυβερνήσεις τους, με θεούς και δαίμονες. Η punk έχασε κι αυτή με τη σειρά της τους ήρωές της, όπως και το grunge.
Κάπως έτσι χάθηκε κι ο Ozzy (όπως και οι Metallica, όπως και πολλοί άλλοι) που εξελίχθηκε με τον καιρό σε μια θλιβερή τηλεπερσόνα, πολύ μακριά από το τεράστιο μέγεθος που είχε δημιουργήσει με τη μουσική του, πολύ μακριά από τον John Osbourne του Αστον.
Αλμπουμ όπως το The Wall, εξώφυλλα όπως των Rage Against The Machine (το ομώνυμο), δεν βγαίνουν πια. Οι μεγάλες ορχήστρες, όπως αυτές του Σαν Φρανσίσκο ή του Λονδίνου και του Βερολίνου ασχολούνται όλο και λιγότερο με τον σκληρό ήχο. Οι δισκογραφικές εταιρίες απαιτούν κέρδος κι όχι μουσική.
O κόσμος μπορεί να εκφράζεται διαφορετικά σήμερα. Το σίγουρο είναι ότι οι δεκαετίες των 70’s, 80’s, 90’s δεν θα υπάρξoυν ξανά. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στον σκληρό ήχο.
Και η φυγή του Ozzy, όπως και άλλων καλλιτεχνών που μεγαλούργησαν σε αυτά τα 30 χρόνια, θα μας θυμίζουν όχι μόνο τις μουσικές τους, αλλά κι έναν τρόπο ζωής που αντιστεκόταν στον χρόνο κι όχι μόνο σ’ αυτόν…
The SHADOW