ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του '70, το Σαν Φρανσίσκο -αν εξαιρέσουμε τους σπουδαίους Blue Cheer- ήταν προσανατολισμένο σε ήχους, όχι τόσο νευρικούς. Ηχους λιγότερο επιθετικούς, όπως του Santana, των Jefferson Airplane, των Grateful Dead. Mακριά δηλαδή από το πλαίσιο των Purple, Zeppelin, Free ή UFO που ήδη τάραζαν τα νερά στη Μ. Βρετανία...
Το άλμπουμ που εισήγαγε
το μοντέρνο heavy rock στις ΗΠΑ
Το Σαν Φρανσίσκο δεν ήταν ποτέ ο παράδεισος του σκληρού ήχου, ούτε το μέρος που θα γοητευόταν από ένα άγριο ντεμπούτο όπως αυτό των Montrose. Ομως αυτοί τα κατάφεραν. Mία ιστορική πρεμιέρα, η οποία ουσιαστικά εισήγαγε το heavy rock στις ΗΠΑ. Oχι το... προ-Sabbath-ικό που έπαιξαν οι συντοπίτες τους, Blue Cheer ή οι Νεοϋρκέζοι, Vanilla Fudge, αλλά τη μοντέρνα για την εποχή εκδοχή του, αυτή που θα συναντούσαμε στη δεκαετία του '80. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο κιθαρίστας Ronnie Montrose, που έχει θητεύσει πλάι στον Van Morrison και στο συγκρότημα του Edgar Winter, έχοντας φτιάξει όνομα μέσα από τις σπουδαίες επιτυχίες Free Ride και Frankenstein, αναζητούσε μια αλλαγή, αφού οι συνθέσεις του απορρίφθηκαν από το γκρουπ και πλέον έψαχνε μια νέα αρχή με τους δικούς του όρους.
Γεννημένος στο Κολοράντο, μετακόμισε σύντομα στο Σαν Φρανσίσκο. Ατίθασος και ασταθής χαρακτήρας, μα εξαιρετικά χαρισματικός κιθαρίστας, είχε πρότυπα τους Eγγλέζους, Jimmy Page, Eric Clapton, Jeff Beck.
Ο πρώτος που πήρε θέση δίπλα του ήταν ο μπασίστας Bill Church, ο οποίος είχε ήδη δουλέψει με τον Montrose, μέσα από το σπουδαίο άλμπουμ του Van Morrison, Tupelo Honey, αλλά και το The Philosopher's Stone και το Saint Dominic's Preview.
Ο Sammy Hagar (μετέπειτα τραγουδιστής των Van Halen) και ο ντράμερ Denny Carmassi γνώριζαν ο ένας τον άλλον από τις διάφορες μπάντες του Σαν Φρανσίσκο. O πρώτος, γιος αλκοολικού πρώην μποξέρ, τραγουδούσε διασκευές και σε μπάντες δίχως κανένα αντίκτυπο.
«Κάποιος του έδωσε το τηλέφωνό μου, λέγοντάς του ότι έψαχνα τραγουδιστή», λέει ο Montrose. «Ωσπου έλαβα μια κλήση. Σήκωσα το ακουστικό και οι πρώτη φράση που μου είπε ήταν: "Είμαι ο άνθρωπός σου"». Πράγματι, ο Hagar άρεσε στον Montrose παρότι δεν ήταν ο τραγουδιστής που εξελίχθηκε χρόνια μετά. Ηταν αρκετά άτεχνος, όμως είχε τεράστια αυτοπεποίθηση και ήταν αυτός που σύστησε τον Carmassi στον Ronnie.
«Του είπα ότι ξέρω έναν ντράμερ που ήταν ο απόλυτος motherfucker. Ηταν για μένα η αμερικάνικη εκδοχή του John Bonham και ότι έπρεπε να τον κλείσουμε πριν τον προλάβει άλλος», αποκαλύπτει ο Hagar. Οπως αναμενόταν ο Montrose εντυπωσιάστηκε από τον Carmassi -και πως θα μπορούσε να μην εντυπωσιαστεί- ο οποίος θα γίνει «ένα» με τον ιδρυτή του γκρουπ, καθώς θα παίξει σε 4 άλμπουμ της μπάντας, αλλά και σε 3 του μετέπειτα γκρουπ του, τους εκπληκτικούς, Gamma.
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση των Montrose ήταν στις 21 Απριλίου 1973 μέσω ραδιοφωνικής εκπομπής σαράντα πέντε λεπτών που προβλήθηκε στην εκπομπή Tom Donahue του KSAN FM, με τίτλο «Ronnie Montrose and Friends», καθώς δεν είχε επιλεγεί επίσημο όνομα.
Αυτό όμως, ποσώς θα απασχολήσει την ιστορία του σκληρού ήχου, αφού το συγκεκριμένο άλμπουμ και η μπάντα θα επηρεάσουν αμέτρητους καλλιτέχνες, τόσο του hard rock, όσο και του metal, συμπεριλαμβανομένων των Motörhead και Iron Maiden ή των Mötley Crüe οι οποίοι αντιγράφοντας την εισαγωγή του Bad Motor Scooter, έβγαλαν ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της πορείας τους, το Kickstart My Heart (ακούστε τα πιο κάτω).
Από αριστερα: Bill Church, Sammy Hagar, Ronnie Montrose, Denny Carmassi. |
O ωμός, γεμάτος, τερατώδης τόνος της κιθάρας του Montrose προσφέρει χορταστικά riffs και πολλά συναρπαστικά solos, συχνά προς το τέλος των τραγουδιών. Το Rock the Nation δίνει την εντύπωση ότι το γκρουπ θέλει να διασκεδάσει και το μεταδίδει. Επιβλητικό «γρέζι» στην κιθάρα, rhythm section που γραπώνει τον ακροατή κι ένας Hagar που δείχνει, παρά τις ατέλειές του, ότι σε λίγα χρόνια θα μιλούν όλοι γι' αυτόν.
Ο κιθαριστικός... κινητήρας του Bad Motor Scooter ανεβάζει τις στροφές στα ύψη (τι κομμάτι) με πιασάρικο ρυθμό, ενώ στο Space Station #5 ακούμε τους Motorhead και τους Iron Maiden (ο Steve Harris έχει δηλώσει μέγας θαυμαστής των Montrose, διασκευάζοντας το συγκεκριμένο κομμάτι, όπως και το I've Got The Fire) που καταφθάνουν και μαζί με αυτούς αρκετές δόσεις Zeppelin (ναι, χωράνε όλοι αυτοί σε ένα κομμάτι -απλώς ακούστε το) με ένα ηχητικό παιχνίδισμα στα δύο κανάλια.
Oμως και οι Μontrose διασκευάζουν κομμάτια, όπως το Good Rockin' Tonight του Roy Brown (1947) που διασκεύασε πρώτος το 1954 με μεγάλη επιτυχία ο μέγας Elvis.
To γκρουπ σε κάτι λιγότερο από 33 λεπτά, παραδίδει ένα τεράστιο άλμπουμ στην Ιστορία του σκληρού ήχου. Αμεσο, κοφτερό hard / heavy rock χωρίς πλήκτρα και λοιπές σάλτσες, όπως το Rock Candy με το κολλητικό ριφ, το εκπληκτικό drumming, το χτίσιμο, τη δομή, τον ήχο του.
Αν εξαιρέσουμε τους χαζοχαρούμενους έως βλακώδεις στίχους του στο μεγαλύτερο μέρος του, το Montrose, αποτελεί ηχητικά και συνθετικά μια καθοριστική στιγμή για τις ΗΠΑ, μια στιγμή τόσο φρέσκια ακόμη και 47 χρόνια μετά. Κι αυτή η επιτυχία έχει δύο κρυφούς πρωταγωνιστές: τον μετέπειτα παραγωγό των Van Halen, Τed Templeman και τον μηχανικό ήχου, Donn Landee. «Ο Τed ήταν σπουδαίος», λέει ο Carmassi και συνεχίζει: «Δεν ήθελε να κάνει ένα δικό του άλμπουμ, αλλά έναν δίσκο για εμάς. Οσο για τον Donn; Ηξερε που να βάλει τα μικρόφωνα, σε ποια σημεία θα βγει καλός ο ήχος, που θα έβαζε τις κουβέρτες για να απορροφήσουν συχνότητες».
Ο χαρισματικός κιθαρίστας έφυγε από τη ζωή το 2012, τερματίζοντας μια διά βίου μάχη με την κατάθλιψη.
«Ημασταν όλοι ίδια ηλικίας, αγαπούσαμε τα ίδια ακούσματα. Δεν ήμασταν ένα μάτσο παιδιά που προσπάθησαν να βρουν κοινό πεδίο μουσικής. Μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Ξέραμε τι θέλαμε. Ημασταν σοβαροί, κάναμε πρόβες κάθε μέρα για πολύ χρόνο», θα πει χρόνια μετά ο Carmassi που θα συναρπάσει και με τους Gamma, το νέο σχήμα του Montrose.
Η επιρροή που είχε και συνεχίζει να έχει αυτό το άλμπουμ, είναι εκπληκτική. Ο Hagar δηλώνει ότι κάθε φορά που κάποιοι καλεσμένοι ανεβαίνουν στη σκηνή για να παίξουν μαζί του, ρωτά ποιο τραγούδι θέλουν να παίξουν μαζί και όλοι λένε το Rock Candy.
Η επιρροή που είχε και συνεχίζει να έχει αυτό το άλμπουμ, είναι εκπληκτική. Ο Hagar δηλώνει ότι κάθε φορά που κάποιοι καλεσμένοι ανεβαίνουν στη σκηνή για να παίξουν μαζί του, ρωτά ποιο τραγούδι θέλουν να παίξουν μαζί και όλοι λένε το Rock Candy.
Οταν ένα άλμπουμ 47 ετών μπορεί να επηρεάζει μέχρι σήμερα τις νεότερες γενιές, αλλά και να το ακούμε κάπου μέσα σε μεγάλα άλμπουμ άλλων συγκροτημάτων, τότε σίγουρα υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί για αυτό. Ακόμη και εν έτει 2020...
Tα κομμάτια:
1. Rock the Nation 3:03
2. Bad Motor Scooter 3:41
3. Space Station #5 5:18
4. I Don't Want It 2:58
5. Good Rockin' Tonight 2:59
6. Rock Candy 5:05
7. One Thing on My Mind 3:41
8. Make It Last 5:31
Total length 32:22
ΤΗΕ SHADOW