ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, το σημερινό κομμάτι μας δεν αποτελεί προϊόν μιας διασκευής, αλλά μια μελοποίηση, μια μεταφορά του ποιήματος του Κώστα Καρυωτάκη, «Πρέβεζα». Αλλά ας προσπαθήσουμε πρώτα, να ξετυλίξουμε το μεγάλο κουβάρι αυτής της θλιβερής ιστορίας, η οποία «γράφτηκε» πολλά χρόνια πριν γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου...
Η μελοποίηση από τους Γ. Γλέζο και Δ. Μούτση
και η διασκευή του Β. Παπακωνσταντίνου
Το πιο δημοφιλές ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη (ίσως εξ αιτίας της μελοποίησής του), δεν ανήκει σε καμία από τις ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του.
Ο Κώστας Καρυωτάκης συνέδεσε το όνομά του με την πόλη όπου έμελλε να περάσει τον τελευταίο μήνα της ζωής του, την Πρέβεζα. Οι περιγραφές για τη ζωή του Ελληνα ποιητή είναι αντικρουόμενες. Κάποιες μιλούν για έναν άνθρωπο ταλαντούχο μεν, αλλά καταθλιπτικό, απαισιόδοξο, ψυχικά άρρωστο (κυρίως αυτές που προέρχονται από τη γενιά του '30).
Ομως η σύγχρονη φιλολογική έρευνα αποδίδει στον ποιητή, εντελώς διαφορετικά προσωπικά χαρακτηριστικά και μιλά για έναν άνθρωπο που απολάμβανε στο έπακρο τη ζωή της εποχής του. Θαμώνας των καφέ σαντάν (στα τέλη του 19ου αι. η Αθήνα είχε χωριστεί -ακόμη κι εκεί- σε δύο κυρίως μουσικά στρατόπεδα. Στους θαμώνες των καφέ-σαντάν, όπου ακουγόταν ευρωπαϊκή μουσική, και στους θαμώνες των καφέ-αμάν με την ανατολίτικη μουσική), με πολυάριθμες σχέσεις με το άλλο φύλο, ιδιαίτερα μορφωμένος, τολμηρός και δυναμικός που δεν δίστασε να συγκρουστεί με προϊσταμένους του (ακόμα και με τον υπουργό της εποχής).
O Kώστας Καρυωτάκης |
Ο ποιητής και πεζογράφος κατέφτασε στην Πρέβεζα στις 18 Ιουνίου 1928 και ανέλαβε καθήκοντα στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Σύντομα όμως ήρθε σε ρήξη με τον τότε Νομάρχη Γ. Γεωργιάδη, ο οποίος φημολογούνταν ότι έκλεβε τα χρήματα που προορίζονταν τότε για τους πρόσφυγες της Καταστροφής του ‘22. Ολως... τυχαίως, ενημερώθηκε ότι θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη καθώς κάποιοι είχαν εμπλέξει το όνομά του σε μια σκοτεινή υπόθεση (πιθανότατα μαστροπείας)…
Ομως και η προσωπική ζωή του ποιητή είχε «τρικυμίες». Είχε χωρίσει με τον μεγάλο έρωτά του, την ποιήτρια και πεζογράφο, Μαρία Πολυδούρη, καθώς έμαθε ότι ο ίδιος έπασχε από την ανίατη τότε σύφιλη (η οποία εκτός από το φρικτό τέλος που επιφύλασσε για τους πάσχοντες, τους έδινε επίσης ένα πολύ σκληρό κοινωνικό στίγμα). Ο Καρυωτάκης, είχε την εικόνα -στο ζοφερό περιβάλλον της εποχής- ενός «ενοχλητικού» δημοσίου υπαλλήλου, που σύχναζε σε κακόφημα μαγαζιά και οίκους ανοχής και δεν άργησε να γίνει στόχος του τμήματος ηθών το οποίο λέγεται ότι έστησε όλες τις κατηγορίες εναντίον του.
Αγανακτησμένος και αηδιασμένος, αλλά απελπισμένος και αβοήθητος απέναντι στις άδικες διώξεις που δεχόταν στην υπηρεσία του όσο και για τη γενικότερη περιρρέουσα διαφθορά με την οποία ερχόταν αντιμέτωπος καθημερινά, ο Ελληνας ποιητής δέχεται τη... χαριστική βολή με τη δυσμενή μετάθεσή του σε μια απομακρυσμένη και καταθλιπτική κωμόπολη όπως ήταν τότε η Πρέβεζα, που μετρούσε μόλις 16 χρόνια απελευθέρωσης από τους Τούρκους.
Σε ηλικία μόλις 32 ετών, στις 21 Ιουλίου του 1928, ψυχικά ράκος, αλλά και ταλαιπωρημένος από τη νόσο, αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά κάτω από έναν ευκάλυπτο.
Μέσα στο ποίημα «Πρέβεζα» (αρχικός τίτλος «Επαρχία»), ο Κώστας Καρυωτάκης αποκαλύπτει τις τελευταίες εικόνες της ζωής του. Πάμε να το δούμε:
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια
Απέναντι από το σπίτι του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα, υπήρχε ένα πατσατζίδικο. Στην πίσω αυλή οι ιδιοκτήτες πετούσαν τα αποφάγια και οι κουρούνες (λέγεται ότι η Πρέβεζα ήταν γεμάτη από αυτά τα πουλιά), μαζεύονταν και καυγάδιζαν για να τραφούν.
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια
Λίγο παρακάτω από το σπίτι όπου διέμενε ο Καρυωτάκης, έμενε μια φτωχή γυναίκα. Για να μπορέσει να ζήσει και για να μη μείνει στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας, έπαιρνε καθημερινά καλαθούνες ολόκληρες με κρεμμύδια για να τα καθαρίσει για το μαγειρείο. Η εικόνα αυτή λέγεται ότι είχε συγκλονίσει τον ευαίσθητο ποιητή.
Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους
Σε επιστολή του προς την Πολυδούρη, με ημερομηνία 24 Ιουνίου 1928, λίγες μέρες δηλαδή μετά την άφιξή του στην Πρέβεζα ο ποιητής γράφει: «Η Πρέβεζα είναι ένα άσχημο χωριό… Κανένας [δρόμος] δεν είναι μακρύτερος από 30 μέτρα και όλοι έχουν τενεκεδένιες πινακίδες με μεγαλειώδη ονόματα: οδός Γαλλίας, οδός Γεωργίου Α’, οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου κτλ. κτλ.».
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους
Η περιοχή είχε μεγάλους ελαιώνες που είχαν φυτευτεί επί ενετοκρατίας, οι οποίοι όμως αποτελούνταν από μη παραγωγικές ποικιλίες που έκτοτε έχουν αντικατασταθεί από ελιές κορωνέικες. Ο ποιητής περιγράφει το τοπίο αλλά και τον καυτό, ανυπόφορο καλοκαιρινό ήλιο της δυτικής Ελλάδας.
Θάνατος κι ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα
Αυτός ο στίχος του Καρυωτάκη, ένας από τους πιο ειρωνικούς και χλευαστικούς του, αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό. Σε μία επιστολή στον εξάδελφό του Θ. Δ. Καρυωτάκη, που γράφηκε στην Πρέβεζα στις 22 Ιουνίου 1928, ο ποιητής αναφέρει:
«Απόψε το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο. Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν το είδαμε. Ο κ. Α΄ Γραμματεύς επήγαινε δώθε-κείθε ανήσυχος. Ποιος είναι μέσα; Ο Νομάρχης; Ο Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη προσωπικότης; Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος Ιωαννίνων (την ευχήν του να ‘χεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας (σ.σ. αναφορά εδώ σε στροφή που ακολουθεί παρακάτω).
Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης. Άλλη είδηση, η οποία ελπίζω να σ’ ενδιαφέρει εξ ίσου, είναι ότι προχθές ο κ. Ειρηνοδίκης απήγαγε την μερίδα που του έφεραν στο ξενοδοχείο [= εστιατόριο], επειδή την ήβρε ελλιπή, αφού την ετύλιξε πρώτα σ’ ένα καθαρό χαρτί. Την εζύγισε στην Αστυνομία, την έφερε πάλι, την εξεδίπλωσε, την έβαλε στο πιάτο του και την έφαγε». [Γ. Π. Σαββίδης]
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα
Το τετράστιχο που έγινε ρεφρέν. Λέγεται ότι ο ποιητής έκανε τα πάντα για να καταφέρει να πάρει απαλλαγή στράτευσης, αλλά και η λέξη «εξηκονταρχία» που χρησιμοποίησε εικάζεται ότι αφορά στην τότε στρατιωτική βάση και το φρουραρχείο που υπήρχαν εκεί. Η μπάντα του δήμου έπαιζε κάθε Κυριακή ως πηγή ψυχαγωγίας για τους κατοίκους. Επίσης, εδώ φανερώνει μια εικόνα των εσόδων του από την υπηρεσία του (η αξία της 1 δραχμής τότε, εκτιμάται περίπου στα 10-15 ευρώ).
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Και σε αυτό το τετράστιχο βρίσκουμε στοιχεία που αναφέρονται στην παραπάνω επιστολή προς τον εξάδελφό του, σχετικά με την άφιξη του πλοίου που ίσως μεταφέρει τον «κύριο Νομάρχη» και την κωμική αναστάτωση που προκάλεσε αυτό το ενδεχόμενο στους νομαρχιακούς υπαλλήλους.
Αν τουλάχιστον, μέσα στούς ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία
Η κατακλείδα του ποιήματος (που παραδόξως δεν μελοποιήθηκε όπως το υπόλοιπο ποίημα) είναι ενδεικτική για τα συναισθήματα περιφρόνησης του Καρυωτάκη απέναντι στην Πρέβεζα, αλλά και την κάθε... Πρέβεζα που του τύχαινε...
Σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη, το ποίημα γράφτηκε μεταξύ 22 Ιουνίου και 1 Ιουλίου του 1928, λίγες μέρες πριν από την αυτοκτονία του ποιητή (21 Ιουλίου) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1930 στην «Νέα Εστία».
Αναμφισβήτητα, η πιο δημοφιλής μελοποίηση της «Πρέβεζας» είναι αυτή του Γιάννη Γλέζου (πάνω στην οποία «πάτησε» ο Β. Παπακωνσταντίνου για τη δική του προσπάθεια), με την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού να ανήκει στον Θανάση Γκαϊφύλλια και την συναντάμε ήδη από το 1975 στον κλασικό πλέον δίσκο «Ατέλειωτη εκδρομή».
Το μουσικό μέρος
Ο Γιάννης Γλέζος |
Το ποίημα του Καρυωτάκη, γίνεται πηγή έμπνευσης για την γενιά των μουσικών που βλέπουν πολλά κοινά σημεία του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής βίωσε το κλειστό και αποπνικτικό περιβάλλον της επαρχίας του μεσοπολέμου, με τα χρόνια της επταετούς χούντας που μόλις είχε τελειώσει.
Η φωνή του Καρυωτάκη, από ψίθυρος ενός σκυμμένου και γονατισμένου ψυχικά ανθρώπου, μετατρέπεται την ίδια στιγμή σε φωνή διαμαρτυρίας, ειρωνική και κοφτερή απέναντι στην μικροαστική τάξη του καιρού του που τον καταπιέζει και τον πνίγει καθημερινά.
Ο Γιάννης Γλέζος ντύνει με μουσική την «Πρέβεζα» ακολουθώντας μία περισσότερο ροκ αισθητική, φωτίζει περισσότερο την οργισμένη πλευρά του ποιήματος. Στην μελοποίηση του Γλέζου, έχει παραληφθεί η έκτη και τελευταία στροφή του ποιήματος, ένα σημείο του κειμένου που κατά τη γνώμη μου κλείνει όλη την ειρωνεία και την απέχθεια του Καρυωτάκη προς το μίζερο περιβάλλον που τον καταπιέζει.
Ο Γιάννης Γλέζος ντύνει με μουσική την «Πρέβεζα» ακολουθώντας μία περισσότερο ροκ αισθητική, φωτίζει περισσότερο την οργισμένη πλευρά του ποιήματος. Στην μελοποίηση του Γλέζου, έχει παραληφθεί η έκτη και τελευταία στροφή του ποιήματος, ένα σημείο του κειμένου που κατά τη γνώμη μου κλείνει όλη την ειρωνεία και την απέχθεια του Καρυωτάκη προς το μίζερο περιβάλλον που τον καταπιέζει.
Δεν είναι τυχαίο που και η δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου βρήκε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό (επί χρόνια ο Παπακωνσταντίνου περιελάμβανε την «Πρέβεζα» στο ρεπερτόριο των ζωντανών εμφανίσεών του).
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας απ’ την άλλη, υπηρετεί το κείμενο και τη μουσική με έναν τρόπο περισσότερο ισορροπημένο. Μεταδίδει την οργισμένη μελοποίηση του Γλέζου, ροκάροντας χωρίς να το φωνάζει.
Ο Δήμος Μούτσης μελοποιεί την «Πρέβεζα» διαβάζοντας το κείμενο σχεδόν κατά λέξη! Εδώ, η επανάληψη της λέξης «θάνατος» οδηγεί τον Μούτση σε πιο λυρικά μονοπάτια. Η χρήση του συνθεσάιζερ (ιδιαίτερα πρωτοποριακή προσέγγιση για εκείνη την εποχή), δίνει από την αρχή του τραγουδιού μια σχεδόν εφιαλτική αίσθηση, που ενισχύεται ολοένα από τα τύμπανα και το κοφτό παίξιμο του πιάνου. Ο Μούτσης αλλάζει την σειρά των τριών πρώτων στροφών, επιλέγοντας με αυτό τον τρόπο τους τελευταίους στίχους της δεύτερης στροφής («ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους») ως προετοιμασία της τέταρτης στροφής («Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης…»), ενώ την ίδια στιγμή ο ρυθμός του τραγουδιού επιβραδύνεται, σχεδόν καταργείται!
Την ίδια στροφή που χρησιμοποιεί ο Γλέζος για ρεφρέν, ο Μούτσης την ερμηνεύει μουσικά με ένα τελείως διαφορετικό και πρωτότυπο τρόπο: δανείζεται το βασικό θέμα του 2ου βαλς από την «2η Σουίτα για Τζαζ Ορχήστρα» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς και προσαρμόζει πάνω στη μελωδία του ολόκληρη την τέταρτη στροφή!
Φυσικά, η λύση που δίνει ο Μούτσης στο συγκεκριμένο σημείο της μελοποίησης, δεν είναι καθόλου τυχαία: ο ρυθμός του βαλς τονίζει ακόμα περισσότερο την εικόνα της μπάντας που «θα ακούσουμε την Κυριακή», ενώ παράλληλα το γνωστό βαλς του Σοστακόβιτς «ζωγραφίζει» με τον καλύτερο τρόπο το μικροαστικό τοπίο που αποτυπώνει ο Καρυωτάκης στη συγκεκριμένη στροφή. Μια απρόβλεπτη και ευφυής μουσική «αυθαιρεσία» του Δήμου Μούτση, που υπηρετεί απόλυτα την απόδοση της ατμόσφαιρας των στίχων του Καρυωτάκη.
Αμέσως μετά, ο συνθέτης διατηρεί τον ρυθμό του βαλς, μόνο που αυτή τη φορά ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος, πιο εφιαλτικός. Ο Μούτσης μελοποιεί ολόκληρη των «Πρέβεζα» (σε αντίθεση με τον Γλέζο που παρέλειψε την τελευταία στροφή) και ολοκληρώνει το τραγούδι με την επανάληψη των δύο πρώτων στροφών, για να κλείσει τελικά το τραγούδι με τον «ήλιο, θάνατο μέσα στους θανάτους». Όσο για την ερμηνεία του Χρήστου Λεττονού, η θεατρικότητα με την οποία αποδίδει το τραγούδι, καθιστούν την συγκεκριμένη εκτέλεση της «Πρέβεζας» αξεπέραστη!
Συμπερασματικά, ο μεν Γλέζος προσεγγίζει την οργισμένη και ροκ πλευρά του ποιήματος, ο δε Μούτσης την περισσότερο επική και ειρωνική. Και οι δύο όμως, διατηρούν ατόφια την μελαγχολία του ποιητή όταν εκείνος αντικρίζει το πνιγηρό μικροαστικό τοπίο που εισχωρεί και μέσα του, για να τον οδηγήσει τελικά στην αυτοκτονία, λίγες μέρες αργότερα.
Συμπερασματικά, ο μεν Γλέζος προσεγγίζει την οργισμένη και ροκ πλευρά του ποιήματος, ο δε Μούτσης την περισσότερο επική και ειρωνική. Και οι δύο όμως, διατηρούν ατόφια την μελαγχολία του ποιητή όταν εκείνος αντικρίζει το πνιγηρό μικροαστικό τοπίο που εισχωρεί και μέσα του, για να τον οδηγήσει τελικά στην αυτοκτονία, λίγες μέρες αργότερα.
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, το 1982 μέσα από το άλμπουμ του «Φοβάμαι» θα δώσει τη δική του εκδοχή πάνω στη μελοποίηση του Γλέζου και θα κάνει γνωστό το κομμάτι σε όλη την Ελλάδα με ήχο σαφώς πιο ροκ, με πνευστά και βιολί, με επιθετική - ειρωνική ερμηνεία, αλλά και το εντυπωσιακό (άταστο) μπάσο του σπουδαίου Γιώργου Ζηκογιάννη, που προκαλεί ρίγος.
Το 1984 ο Βασίλης θα κυκλοφορήσει τον επόμενο δίσκο του, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, λίγο πριν από τη μεγάλη Διαίρεση. Ποιος θα 'ναι ο τίτλος αυτού; Καρυωτάκης...
ΤΗΕ SHADOW
Πηγές:
«Κ. Γ. Καρυωτάκης. Ποιήματα και Πεζά». Επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης. Εκδόσεις Ερμής, 1972 (1991).
Ενθετα των δίσκων «Ατέλειωτη εκδρομή» του Θανάση Γκαϊφύλλια & «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση.
Ενθετα των δίσκων «Ατέλειωτη εκδρομή» του Θανάση Γκαϊφύλλια & «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση.
Το blog, Το Αρωμα του Τραγουδιού.