Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

LIFE: Το αδιέξοδο σοκάκι τεσσάρων γυναικών


Κάπου σ' ένα χωριό, ένα σοκάκι 50-60 μέτρων οδηγεί σ' ένα αδιέξοδο. Τέσσερις φιγούρες έμελλε να αφήσουν τη σφραγίδα τους σ' αυτό το ανώνυμο δρομάκι. Τέσσερις κυράδες, πρόσωπα «εχθρικά», αλλά και γειτόνισσες. Αυτό θα πει αδιέξοδο...



Πολλά απογεύματα, περνούσα τις ώρες με τα φιλαράκια, προσπαθώντας να φτάσουμε την ένταση των ριφ των Sabbath, των Metallica ή των Ιron Maiden, μέχρι τα... θεμέλια του σπιτιού μου. Συνήθως, αυτή η... απόλαυση διακόπτονταν ή από τον πατέρα μου (η μητέρα μου είχε πάθει... ανοσία ή προσωρινή κώφωση) με την προσταγή «Γυναίκααα, πες σε 'κείνο το παιδί να χαμηλώσει αυτό το πράμα» ή από κάποιον επικό καυγά των προαναφερθέντων τεσσάρων γιαγιάδων.
Η μία, η κυρά Ειρήνη (ή Ρήνη), παρά τα καταγάλανα μάτια της, κουβαλούσε ένα διόλου τιμητικό παρατσούκλι, θύμα κι αυτή της θλιβερής συνήθειας των μικρών κοινωνιών, όπου ένας άνθρωπος κρίνεται από τα χαρακτηριστικά του. Η άλλη, η κυρά Χριστίνα, όχι μόνο δεν τη φώναζαν με το όνομά της, αλλά ούτε καν με αυτό του άντρα της. Δεν ήταν η Χρήσταινα, η Γιώργαινα, η Κώσταινα. Απαντούσε στο παρατσούκλι του συζύγου. Το ίδιο και η τρίτη αυτής της άσπονδης «παρέας», η κυρ-Αθανασία.
Η τέταρτη, δε χρειαζόταν προσωνύμιο. Είχε την τρέλα της κι αυτό έφτανε. Ηταν η (κυρά) Ευθυμία, η Θυμία. Η πιο άτυχη απ' όλες. Θύμα του σκληρού προσώπου της ζωής, της είχε σαλέψει δεκαετίες πριν, από τις κακουχίες και την άθλια συμπεριφορά ανθρώπων όταν ακόμη ήταν ένα «λουλούδι». Είχε «ερωτευτεί» έναν αεροπόρο, ένα ανύπαρκτο (;) πρόσωπο, σε μία «ζαβολιά» του διαταραγμένου νου. Ετσι, κάθε φορά που ένα μαχητικό αεροσκάφος έσκιζε τη σιωπή της ημέρας ή εμφανιζόταν μία διπλή άσπρη γραμμή στον ουρανό, εκείνη πετάγονταν από το ετοιμόρροπο κτίσμα της (εκεί περίμενε το τέλος της) και προσπαθώντας με τις παλάμες να... καλλωπίσει βιαστικά το χαραγμένο από τις ρυτίδες και τα γεράματα, πρόσωπό της, έστελνε φιλιά στο πουθενά. Αλλες φορές, ο ιδιαίτερος σάλτος της, συνοδευόταν με λόγια αγάπης προς τον φανταστικό αυτόν ερωμένο. Κι όταν τα χρόνια πέρασαν και βάρυναν την καρδιά της, έσβησε δειλά δειλά και η αγάπη της για τον «άκαρδο αεροπόρο». Η λαμπερή ψυχή της, θάμπωσε κι αυτή, ώσπου ο σφυγμός της σταμάτησε ένα βράδυ...
Η κυρά Ρήνη, περπατούσε πιο βαριά απ' όλες. Ηταν η πιο γιγαντόσωμη και ήξερε τα πάντα μέσα κι έξω από κάθε σπιτικό. Κι όταν το ένα ποτήρι κρασί, γίνονταν δύο ή τρία, τότε οι «αποκαλύψεις» της σε άφηναν με το στόμα ανοικτό. Η κυρά Χριστίνα, για ηλικιωμένη γιαγιά, ήταν η πιο ευκίνητη της «παρέας». Μπορούσε να κουβαλήσει τεράστια δεμάτια ξύλα στο κεφάλι της, δίχως τη βοήθεια των χεριών, να σχίσει κορμούς με το τσεκούρι, ακόμη και να κυνηγήσει κάποιο εγγόνι της και να το πιάσει. Η Σία (κυρ-Αθανασία), είχε το πιο φονικό χιούμορ. Σχολίαζε τους πάντες και τα πάντα που θα συλλαμβάνονταν από τα ραντάρ της. Πάντα, η παρέμβασή της θα είχε αστεία κατάληξη και τα χάχανα των παρευρισκόμενων επιβεβαίωναν αυτόν τον άτυπο κανόνα.
Και οι τέσσερις ζούσαν σε απόσταση αναπνοής, όμως τον περισσότερο καιρό, καμία δε μιλούσε στην άλλη. Πάντα, κάποια διαφορά θα υπήρχε ανάμεσά τους, ένα μόνιμο δηλητήριο χυμένο στα πόδια τους. Κι όταν τύχαινε να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο, ακόμη και στρατιώτης αγήματος, θαρρείς πως θα ζήλευε το περήφανο γύρισμα του κεφαλιού τους προς την αντίθετη πλευρά. Οχι, όμως, όταν συναντούσαν κάποιον από εμάς, τους ζωηρούς μπόμπιρες και νέους της γειτονιάς. Πάντα, μία εγκάρδια ευχή ή ένα βιαστικό χάδι στο κεφάλι, θα ήταν το «φιλοδώρημά» τους για την ύπαρξή μας.
Κάπου σ' ένα χωριό υπάρχει ένα αδιέξοδο. Ενα σοκάκι. Οι τέσσερις «ηρωϊδες» μας όμως, όχι πια. «Εφυγαν» όπως έζησαν· σαν «εχθροί» κι ας μην ήταν. Κι όταν τυχαίνει να βρεθώ κάπου εκεί καμιά φορά κι ο ουρανός στέλνει τα αστραπόβροντά του, φαντάζομαι πως κάπου εκεί πάνω, θα έχει στηθεί ξανά ένας μεγαλειώδης καυγάς...

ΤΗΕ SHADOW


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...