ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ειλικρινής, λόγω φόρτου εργασίας, στο πρόγραμμα της Παρασκευής του Release Athens, δεν πρόλαβα να δω τους Black Soul Horde, ενώ τους The Dead Daisies των αγαπημένων μου Glenn Hughes και Doug Aldrich τούς είδα στο φινάλε να παίζουν το Burn και πραγματικά τους θαύμασα, έστω και για 4-5 λεπτά. Για τους Cradle Of Filth δεν μπορώ να εκφέρω άποψη, διότι δεν είμαι φανατικός οπαδός του Black Metal, οπότε θα... αναλύσουμε μόνο τους Judas Priest...
Οφείλω, πάντως, να τονίσω -πριν μπω στο ψητό- ότι οι Cradle Of Filth, ήταν εντυπωσιακοί, με πολλή ενέργεια, εξαιρετικό ήχο από την αρχή μέχρι το τέλος, και θεωρώ ότι η εμφανισή τους τους τιμά με το παραπάνω, δίχως, φυσικά, να μπορώ να μπω στα... ενδότερα για τους λόγους που προανάφερα.
Ο κόσμος είχε ήδη γεμίσει τον χώρο μπροστά από τη σκηνή και έδωσε παλμό από νωρίς. Και όπως έπεφτε το σκοτάδι, κατά τις 22.30, το τεραστίων διαστάσεων «διαπασών του διαβόλου», σήμα κατατεθέν των Judas Priest, «αιωρήθηκε» μπροστά στη σκηνή, υπό τους ήχους του War Pigs των Black Sabbath, ένας φόρος τιμής στους πατέρες του metal και συντοπίτες από το Μπέρμιγχαμ.
Λίγα λεπτά μετά, ο χώρος «εξερράγη» όταν οι Priest μπήκαν με το One Shot At Glory. Ο κόσμος ακολούθησε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Η θρυλική μπάντα παρά τον αρχικά κάκιστο ήχο (που άργησε να βελτιωθεί), «χόρεψε» στους ρυθμούς της τον κόσμο, που ακολουθούσε πιστά την αξιόλογη setlist η οποία περιλάμβανε κομμάτια από το Diamonds And Rust του Rocka Rolla μέχρι το Painkiller και κανένα κομμάτι από εκεί μέχρι σήμερα, πλην του Lightning Strike, από το τελευταίο άλμπουμ Firepower του 2018.
Η αύρα ήταν άκρως θετική και θεωρώ ότι αυτή κράτησε τους Priest ψηλά. Κι όταν λέμε Priest εννοούμε μια μπάντα που δεν έχει πλέον στο line up της, ούτε τον Glenn Tipton, ούτε τον K.K. Downing, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Φυσικά, τόσο ο αξιόλογος Richie Faulkner, όσο και ο σπουδαίος παραγωγός Andy Sneap στην άλλη κιθάρα, ήταν εξαιρετικοί, όμως δεν είχαν την κίνηση και την επικοινωνία με το κοινό που βλέπαμε στους προκατόχους τους.
Επίσης, ο Ian Hill έμεινε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας σε μία γωνία (ζήτημα να έκανε 5 βήματα), σαν να ήταν τιμωρία και φυσικά ο 70χρονος Rob Halford, παρά το επιβλητικό στυλ και ντύσιμό του, δεν κατάφερε για μια φορά ακόμη να σταθεί στο δυσθεώρητο φωνητικό ύψος του.
Η προσπάθειές του ήταν φιλότιμες, όμως ο χρόνος έδειξε ότι τον νίκησε, με αποκορύφωμα το Painkiller, στο οποίο παρότι ο κόσμος το ευχαριστήθηκε, αυτό ακούστηκε περισσότερο ως θόρυβος παρά ως το κομμάτι - δυναμίτης που έμεινε στην ιστορία.
Οι Judas Priest -θα επαναλάβω ότι- εκπέμπουν μια μυστηριώδη, επιβλητική αύρα. Καθηλώνουν και ξεσηκώνουν παράλληλα το κοινό τους, παρότι έχουν χάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της σκηνικής παρουσίας του παρελθόντος τους. Την ώρα που δείχνουν τσακισμένοι από τον χρόνο και τις σημαντικές ελλείψεις τους, καταφέρνουν την ίδια στιγμή να αιχμαλωτίζουν τον κόσμο και να τον κάνουν δικό τους, όπως στα άλμπουμ τους.
Ισως αυτό οφείλεται στη νέα γενιά που έχει πέσει με τα μούτρα στην μεγαλειώδη δισκογραφία τους, ίσως στη λαχτάρα των παλαιότερων να τους δουν ξανά από κοντά. Οπως και να 'χει, οι Judas Priest κατέδειξαν ότι είναι ένα κολοσσιαίο μέγεθος ακόμη και στα live, ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες και ο μύθος τους θα τους προστατεύει, πιθανότατα μέχρι να αποφασίσουν να αποσυρθούν για πάντα...
The SHADOW