Μεσάνυχτα και κάτι. Μία εξοντωτική μέρα στη δουλειά έχει συνθλίψει το νευρικό μου σύστημα. Περπατώ αργά μέχρι το αυτοκίνητο. Δύο συνάδελφοι τσακώνονται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πόλεμος. Κάθομαι στο κάθισμα, δε βάζω μπρος τη μηχανή. Παίρνω μερικές βαθιές ανάσες· μία από αυτές θαρρείς ότι ανοίγει το cd player. Ω, τι τύχη... Afraid To Shoot Strangers...
Σε μερικά λεπτά βρίσκομαι στη λεωφόρο και ο αέρας με χτυπά σα φιλαράκι στο πρόσωπο, όπως το σόλο του Gers. Το λαμπάκι της βενζίνης μού υπενθυμίζει ότι πρέπει να βρω σύντομα πρατήριο, αλλά πριν από αυτό, χρήματα. Τα δέκα ευρώ στην τσέπη δε μου αφήνουν περιθώριο, αφού θέλω ακόμη αρκετές μέρες για να ξαναδώ τον «ακρωτηριασμένο» μισθό μου στο λογαριασμό (θέλω να πιστεύω).
Χαμογελώ. Ξανά τα ίδια. Δεν πτοούμαι. Ετσι μεγάλωσα άλλωστε, χωρίς πολλά πολλά, μόνο με τα απαραίτητα. Απαραίτητα; Τι σήμαινε «απαραίτητα» τον καιρό που ήμουν παιδί; Ενα στρωμένο μεσημεριανό τραπέζι με τα «απαραίτητα» και πολλά χαμόγελα, έστω και σπάνια. Αλάνα, σκισμένα γόνατα, αλλά και αρκετή δουλίτσα όποτε χρειαζόταν. Μια το «γύρισμα» του τσιμεντένιου χαρμανιού με το φτυάρι, κανένα έξτρα κουβάλημα τσιμεντόλιθων με γυμνά χέρια (το βράδυ δε μπορούσαμε ούτε το νερό να αγγίξουμε από τον πόνο), άντε και καμιά βοήθεια στο χωράφι, σπαρμένο με βαμβάκι, του γείτονα, κουβαλώντας ξανά, σωλήνες ποτίσματος για να κερδίσουμε το χαρτζιλίκι. Και την επόμενη μέρα πάλι ευτυχισμένοι, γιατί έτσι... επιβαλλόταν από κάποιο μυστικό κέντρο μέσα μας. Μετά, ξανά αλάνα, ποδόσφαιρο, αργότερα μπάσκετ και πολύ, πολύ μουσική.
Φανάρι. Το μουγκρητό του Lemmy στο Living In The Past με αποσπά από το συλλογισμό. Χαμογελώ ξανά, παρότι είμαι ο μόνος μάλλον, μεταξύ δύο άλλων οδηγών δίπλα μου. Το βρώμικο ριφ μπάσου μου δίνει... θάρρος για να συνεχίσω. Τα χρόνια πέρασαν. Τα «απαραίτητα» άλλαξαν για πολλούς από εμάς. Το χαμόγελο έγινε φθόνος και ζήλια, η αλάνα, mp3 και τάμπλετ, το ποδήλατο, τζιπ και το χαρτζιλίκι, δάνειο ή κλεψιά. Αντί για κυνηγοί της ευτυχίας με τα... απαραίτητα, γίναμε κυνηγοί των «απαραιτήτων», τα οποία φρόντισε το σύστημα να μας πασάρει απλόχερα, αλλά όχι χωρίς αντάλλαγμα. Ηταν η φάκα πίσω από το τυράκι. Κι αν πολλοί αντιστάθηκαν και πάλεψαν τίμια στη ζωή τους, με τα πόδια μέσα στο «πάπλωμα», το κακό όχι μόνο δεν αποφεύχθηκε, αλλά γιγαντώθηκε, με τις ολέθριες συνέπειες που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Κι επειδή, άμεσα, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, ούτε το «ληγμένο» πολιτικό σύστημα, ούτε το υδροκέφαλο ελληνικό κράτος, ούτε η άθλια νοοτροπία των περισσοτέρων από εμάς, εγώ θα συνεχίσω να χαμογελώ, ακούγοντας μία Maiden, μία Lemmy, μία Τhin Lizzy ή Dream Theater, θα πίνω καμιά μπύρα με τους ανθρώπους μου, θα τρέχω λαχανιασμένος πίσω από τα παιδιά μου. Κι αν πολλοί πείτε: «Καλά, μεγάλε, αυτά να μας τα πεις όταν μείνεις άνεργος», απαντώ πως υπήρξα άνεργος, μπορεί να υπάρξω ξανά, αλλά (όπως λέει κι ένας φίλος) θα πουλήσω και λεμόνια στη λαϊκή προκειμένου να ζήσω· με λίγα ξανά. Δουλειά μπορεί να χάσω, όμως το μέλλον και την ποιότητα ζωής μου δεν θα τα χαρίσω σε κανέναν. Αλλωστε κανείς δε μου χάρισε ποτέ κάτι, ούτε δουλειά, ούτε σπίτι, ούτε κτήμα, ούτε εξοχικό, ούτε αυτοκίνητο. Η τρόικα μπορεί να μας πίνει το αίμα, αλλά πολλοί από εμάς της δώσαμε το... καλαμάκι. Η κατάσταση θα αλλάξει θέλουν ή δε θέλουν, αργά ή γρήγορα. Το ζητούμενο είναι να αλλάξουμε κι εμείς, αρχίζοντας από σήμερα κιόλας... Τα απαραίτητα υπάρχουν!
Κι όπως λέει ο θείος Lemmy: «Born to lose, live to win!»
THE SHADOW