Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

ΧΡΟΝΟΜΗΧΑΝΗ: Deep Purple - Machine Head [1972]


Σήμερα θα ασχοληθώ με το άλμπουμ, το οποίο κατά την άποψή μου (πάντα), αποτελεί σταθμό τόσο στο κλασικό ροκ, όσο και στη μουσική παιδεία μου. Ενα άλμπουμ που ενέπνευσε τεράστιους κιθαρίστες και μεγάλα συγκροτήματα, καταδεικνύοντας από τόσο νωρίς (1972) την τέχνη του απλού, τη γοητεία της γνώσης και αναδεικνύοντας τη φλόγα κάποιων μουσικών που δημιούργησαν (τονίζω το ρήμα) υπό αντίξοες συνθήκες. Κυρίως, όμως, θα ασχοληθώ με το Machine Head, διότι με ενοχλεί η απαξίωση σε κομμάτια όπως το Smoke On The Water...


«Ελα μωρέ, σιγά το κομμάτι», λένε τόσο εύκολα κάποιοι, που αφενός αν τους δείξεις ένα μπάσο και μία κιθάρα, δεν τα ξεχωρίζουν, αφετέρου, με ύφος καρδιναλίου, απαξιώνουν τραγούδια και καλλιτέχνες, αφού νομίζουν πως επειδή έχουν ακούσει 5-6 ντουζίνες συγκροτήματα, μπορούν να το παίξουν σπουδαίοι κριτές.
Ολα έμελλε να εκτυλιχθούν στο Μοντρέ, μια από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελβετίας, χτισμένη στις όχθες της λίμνης της Γενεύης (Leman). Καταχείμωνο του 1971 και οι Deep Purple είναι προσκεκλημένοι του διοργανωτή του ετήσιου φεστιβάλ τζαζ, που διεξάγονταν από το 1967 στο κτίριο του τοπικού πασίγνωστου καζίνου (από το 1993 φιλοξενείται στο Montreux Music & Convention Center). Το συγκρότημα, προερχόταν από το κοντσέρτο του Αλμπερτ Χολ με τη συμφωνική ορχήστρα (1969)· ένα πείραμα που είχε διχάσει τα μέλη του. Σε συνδυασμό με τη… χαμηλή πτήση του «φανκ» Fireball (1971), όπου το γκρουπ είχε χάσει την ορμή που είχε από το θεϊκό In Rock (1970), το κλίμα δεν ήταν και το καλύτερο.

Οι Purple, με τον εξοπλισμό τους φορτωμένο σ' ένα φορτηγό (αριστερά), πήγαν στη συναυλία του Frank Zappa, η οποία πιθανότατα «έκλεινε» το φεστιβάλ. Την επόμενη μέρα θα κατέλυαν στο κτίριο για να συνθέσουν και να ηχογραφήσουν το νέο άλμπουμ τους. Η συναυλία ξεκινά, ώσπου το κακό δεν αργεί να γίνει. Δύο φωτοβολίδες εκτοξεύονται μέσα από το πλήθος και καρφώνονται στην οροφή, η οποία τυλίγεται στις φλόγες. Η συναυλία διακόπτεται και όλοι βγαίνουν έξω, με τον Zappa να τραυματίζεται μέσα στον χαμό ("Βreak a leg Frank").
H εικόνα σουρεαλιστική. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το κτίριο να πασχίζει να πέσει στη λίμνη για να σωθεί. Μια τέτοια εικόνα «γέννησε» το Smoke On The Water, το χιλιοτραγουδισμένο, το χιλιοπαιγμένο, μυριοσχολιασμένο και, πλέον, σήμα κατατεθέν του ροκ. Πιο είναι το μυστικό που έχει κάνει ένα τραγούδι τόσο χαρακτηριστικό και με τόση αντοχή στο πέρασμα του χρόνου; 

Ο Blackmore εξηγεί: «Ο Peter Townshend (Τhe Who) μου είχε πει: "Μείνε απλός και θα έχεις το κοινό μαζί σου". Το Smoke Οn Τhe Water το αναγνωρίζεις αμέσως, όμως δε μοιάζει με κανένα άλλο. Κάποτε μου είχαν πει υποτιμητικά: "Σιγά 4 νότες είναι". Τους απαντώ ότι και η 5η συμφωνία του Μπετόβεν τέσσερις νότες είναι και σταματούν να μιλούν». Ο Blackmore, παρότι ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, είναι αναμφισβήτητα, αν όχι ο κορυφαίος συνθέτης, σίγουρα ένας από αυτούς. Είναι (ήταν;) μία απίστευτη μηχανή παραγωγής ριφ. Και κάποια… μυστικά του Smoke Οn Τhe Water ανήκουν σ' αυτόν. Το ριφ είναι αυτό που ανέδειξε και γιγάντωσε το τραγούδι και ο Blackmore κάνει ακόμη κάτι σπουδαίο εδώ. Παρατηρείστε στο 4:42. Μετά από τρία ρεφρέν ξαναπαίζει το ριφ και κάνει το κομμάτι ακόμη πιο πορωτικό. Χαρακτηριστικό είναι και το παίξιμο του Lord στα πλήκτρα προς το φινάλε: κρατάει την ψηλή νότα και παίζει από το κάτω μοτίβο. Οσο για τον Ian Paice, θαυμάστε απλώς το παίξιμό του.


Πέραν όμως από το καθαρά συνθετικό μέρος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε το κομμάτι, αλλά και γενικότερα το Machine Head. Ετσι, γυρίζοντας πιο πίσω χρονικά, οι Purple, μετά την πυρκαγιά έμειναν δίχως στέγη για την εγγραφή του άλμπουμ. Στο ξενοδοχείο «Παβιγιόν» βρήκαν ένα πρόχειρο κατάλυμα. Ομως η ένταση της μουσικής έφερε γρήγορα την αστυνομία που άρχισε να χτυπά την κεντρική πόρτα για να ανοίξουν. Δεν γινόταν όμως να σταματήσει η εγγραφή του κομματιού- μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για 1971. Οι βοηθοί κρατούσαν τις πόρτες για να μην μπουν μέσα τα όργανα της τάξης, έως ότου ολοκληρωθεί το τραγούδι, απ' έξω οι αστυνομικοί φώναζαν «Αστυνομία ανοίξτε!» και κάπως έτσι, υπό αυτές τις συνθήκες γράφτηκε μία από τις πιο ένδοξες σελίδες του ροκ.
Η έξωση δεν απεφεύχθη και το συγκρότημα βρήκε… ασφαλές καταφύγιο σε ένα άλλο ξενοδοχείο, το οποίο δε λειτουργούσε το χειμώνα. Ηταν ένα τεράστιο βικτωριανό κτίριο, 
το Grand Hotel, παγωμένο και σχεδόν... στοιχειωμένο. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν η καλύτερη επιλογή. Και όλα άρχισαν από το μηδέν. Ξανά ξεφόρτωμα τα μηχανήματα, ξανά στήσιμο, ξανά... ξανά... Ως χώρος ηχογράφησης επιλέχθηκε μία… συμβολή δύο διαδρόμων σε σχήμα «Τ». Και όλα άρχισαν να γράφονται εκεί, μέσα σε λίγα τετραγωνικά.

Πρώτο το Highway star. Λίγο πιο παλιά σε μια συνέντευξη Τύπου, είχαν ρωτήσει τον Glover πως γράφει ένα κομμάτι. Αυτός άρχισε να γρατζουνάει το μπάσο για να του δείξει. Αυτό ήταν, το ίδιο βράδυ είχε γραφτεί το καλύτερο τραγούδι τους. Ακόρντα μπάσου, παίξιμο α λα Μπαχ από τον Lord στα πλήκτρα, απίστευτα πράγματα σε ένα μοναδικό τραγούδι. Ο Blackmore είπε ότι στο Highway Star έπαιζε 8 ή 16 μέτρα συνεχόμενα, δίχως να ξέρει που θα καταλήξει. Επαιξε σε όλες σχεδόν τις κλίμακες (μπλουζ, μείζονες, ελάσσονες) και ημικλασικούς ρυθμούς με αρπέζ. Αυτός ο τεράστιος κιθαρίστας επηρέασε μία σειρά νεοκλασικών κιθαριστών όπως οι Yngwie Malmsteen και Randy Roads.
Το Pictures of Home είναι ίσως το πιο παρανοϊκό κομμάτι των Deep Purple και φυσικά το αγαπημένο μου. Aκούστε Paice στην εισαγωγή, αλλά και στο φινάλε που «απαντάει
» σε ότι νότα λαμβάνει, όπως επίσης και το απλό, αλλά πεντακάθαρο σόλο του Glover στο μπάσο.

Στο Space Τruckin', 
ένα χαρακτηριστικό που έχει το κομμάτι είναι το αρμόνιο του Lord, o oποίος είχε συνδέσει το «beast» (όπως έλεγε το όργανό του) με έναν ενισχυτή Μάρσαλ, αντί απευθείας με τα ηχεία. Στην εισαγωγή οι πιο πολλοί νομίζουν ότι είναι κιθάρα κι όχι αρμόνιο. Αμεσο και… καθαρό ροκ στο Never Βefore με τον Paice να δίνει ρεσιτάλ στα ντραμς, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα φωνητικά του Gillan στη μέση του κομματιού είναι μιξάρισμα δύο καναλιών. Σπουδαίο κομμάτι, όπως και τα Maybe I'm a Leo και Lazy.

Eν κατακλείδι, το Machine Head, αποτελεί ένα… θαύμα για την εποχή και τον τρόπο που βγήκε. Γράφτηκε όλο συνεχόμενα (αν έκαναν λάθος σε ένα κομμάτι, το έγραφαν ξανά από την αρχή!), όμως το γκρουπ βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο του και τίποτα δεν σταματούσε την ορμή του. Δυστυχώς, οι Purple δε διαχειρίστηκαν σωστά τον μουσικό και διδακτικό πλούτο του άλμπουμ αυτού. Δεν άντεξαν την πίεση και το «εγώ» τους. Ο Glover είχε πει: «Οι Purple ήταν δύο πράγματα. Η έξοχη μουσική γνώση των Blackmore, Lord, Paice και η απλοϊκή, χειροποίητη ποιότητα του Gillan και εμού».
Ο,τι και να ήταν, οι Deep Purple «πέθαναν» (κατά την άποψή μου πάντα) στο Perfect Strangers το 1984 και στο The Battle Rage On... του 1993. Σήμερα απλώς υπάρχουν ή καλύτερα έχουν μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο, τυφλοί από το ένδοξο παρελθόν τους και τις έριδες. When a blind man cries...

THE SHADOW







Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...