Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

LIFE: Οι τέσσερις παππούδες


Kακόκεφος και αγουροξυπνημένος άρπαξα τη «μπανάνα» μου με τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το Brave New World των Maiden κι έκλεισα βιαστικά την πόρτα του σπιτιού πίσω μου. Είχα αργήσει και η δουλεία είχε φουλ πρόγραμμα. The Wicker Man, Ghost Of The Navigator, το ομώνυμο κομμάτι μετά και η διάθεση είχε επιστρέψει στα... πράσινα λαμπάκια, καθώς κατέβαινα τη Συγγρού. Στο Blood Brothers ήμουν ήδη ένας μικρός θεός...



«We' re blood broootheeers, we' re blood broootheeers», σιγοτραγουδούσα περπατώντας, αφότου πάρκαρα. Τι περπατώντας, πετώντας. Οι Maiden μού είχαν φτιάξει τη μέρα με το αριστουργηματικό κομμάτι τους. Το ρολόι ήταν με το μέρος μου πλέον (τι κάνει η καλή διάθεση ε;) και μία παράκαμψη από την τράπεζα, πριν μπω στη δουλειά, ήταν εντός χρονικών ορίων. Επρεπε να πληρώσω μία «κρατική οφειλή» (για να το πω κομψά), έκοψα το χαρτάκι και περίμενα να περάσουν περίπου 20 άτομα για να εξυπηρετηθώ στο γκισέ. «We' re blood broootheeers», η κραυγή του Dickinson είχε σφηνωθεί για τα καλά στο κεφάλι μου και σχεδόν είχα απορροφηθεί ολοκληρωτικά στο ρυθμό του.
«Βρε καλώς τα παιδιά...». Η εύθυμη φωνή ενός ηλικιωμένου με ανάγκασε να... πατήσω το «pause». Ο κυρ Χαράλαμπος (όπως άκουσα αργότερα ότι ονομαζόταν), συνομιλούσε με έναν άλλο συνταξιούχο και η έλευση ενός τρίτου φίλου, μετέτρεψε τους ψιθύρους σε ζωηρά πειράγματα. Μέσα σε 5 λεπτά οι τρεις φίλοι έγιναν τέσσερις και η εύθυμη παρέα των περίπου 80άρηδων «παιδιών» πήρε εμπρός. Από τα ρούχα τους γινόταν αντιληπτό ότι πολύ δύσκολα τα έφερναν βόλτα. Δεν τους ένοιαζε όμως. Οχι εκείνη τη στιγμή. Ηταν η δική τους στιγμή. Ο ένας πείραζε τον άλλο και τα τρεμουλιαστά χάχανά τους με είχαν συνεπάρει. «Επαιζαν» σαν παιδιά, μέσα στη σοβαροφανή τράπεζα, με τους σοβαροφανείς υπαλλήλους και πελάτες σαν και του λόγου μου. Μόνο αυτοί ξεχώριζαν. Πού είχαν βρει το δικό τους τονωτικό;
Ούτε... πιωμένοι ήταν, ούτε... Maiden είχαν ακούσει. Συνέλαβα τον εαυτό μου να αναρωτιέται. «Τώρα με τον "Τίγρη", σε βλέπω να παίρνεις "διαρκειας" (σ.σ. εισιτήριο)», είπε ο ένας στον άλλο, που λογικά ήταν ΑΕΚτσής. «Μπα, ό,τι ήταν να πάρω το πήρα», απάντησε ξεκαρδιστικά δείχνοντας ένα χαρτί και ο χαβαλές ξανάρχισε ακόμη κι όταν βρέθηκαν στο γκισέ, κάνοντας για πρώτη φορά την ευτραφέστατη υπάλληλο να χαμογελάσει, κοιτώντας, σχεδόν, ένοχα πάνω από τα γυαλιά της.
Μπήκα στη δουλειά, λίγο αργότερα, προβληματισμένος. Γιατί να μας φταίνε όλα σήμερα και να μην μπορούμε να χαρούμε τη στιγμή; Και δε δέχομαι το άλλοθι της κρίσης. Πάντα έτσι ήμασταν. Μίζεροι, αγχωτικοί, αναζητώντας τη χαρά σε κάθε είδους εξάρτηση, είτε αυτή είναι οι Maiden, στην προκειμένη περίπτωση, είτε ένα (δύο, τρία, πενήντα τρία) ποτήρια αλκοόλ, είτε τα πολύ χειρότερα. Οι τέσσερις παππούδες μού έδωσαν ένα καλό μάθημα, εκείνο το πρωινό. Αν μπορούν αυτοί να βρίσκουν έστω για 20 λεπτά την ευτυχία σ' αυτή την ηλικία και με χίλια δυο προβλήματα που κουβαλά αυτή, γιατί να μη μπορούμε κι εμείς οι νεότεροι (
και μη μου πείτε ότι πέρασαν καλύτερα χρόνια από εμάς); Το θέλουμε όμως; 
Ομολογώ, πως δεν το πιστεύω. Ανέκαθεν, μας μαγνήτιζε η γκρίνια, η καχυποψία και ο τσαμπουκάς. Να μουτζώσουμε στο αυτοκίνητο τον άλλον, αντί να ζητήσουμε συγγνώμη, αν σφάλαμε. Τρελαινόμαστε αν δούμε τον φίλο να προοδεύει, αντί να χαιρόμαστε στη χαρά του (το «ο φίλος στα δύσκολα φαίνεται» είναι για μένα τουλάχιστον υπερβολή). Εχουμε τόσες επιλογές, έστω και μικρές και αντί να χαιρόμαστε, μπερδευόμαστε περισσότερο, επειδή είναι... πολλές και μιζεριάζουμε.
Ωρες μετά ήμουν ξανά στο αυτοκίνητο. Και ήμουν χαρούμενος αν και κουρασμένος. Αυτή τη φορά δεν μου έφτιαξαν τη διάθεση οι Maiden. Το ξέρω, το ξέρω... τους έβαλα ξανά όμως να τους ακούσω. Ο Brave New World έφτανε στο φινάλε του: «I will hope / My soul will fly / So I will live forever / Heart will die / My soul will fly / And I will live forever / There' s a Thin Line Between Love and Hate».

THE SHADOW

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...